Σάββατο

Εντέλει και το χρήμα έχει μάτια και βλέπει και από… μόνο του. Τα capital controls δεν φεύγουν με… πρωτοσέλιδα


ΕΓΕΡΤΗΡΙΟ Νίκος Γ. Δρόσος Η οικονομία είναι σε μεγάλο βαθμό «κλίμα» και τα ΜΜΕ ασφαλώς «φτιάχνουν κλίμα». Από την πραγματικότητα όμως ουδείς μπορεί να ξεφύγει και κανένα «κλίμα» δεν μπορεί να συντηρηθεί επί μακρόν, δίχως «έργα» και αποδείξεις. Φίλτατοι, καλή σας ημέρα! Η παραίνεση που διετύπωσε χθες ο υπουργός των Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος προς δημοσιογράφους, να συνδράμουν στη διαδικασία αποκατάστασης του κλίματος εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία, «αναλύοντας σωστά τα γεγονότα», είναι -προφανώς- εύλογη. Η λειτουργία οποιασδήποτε οικονομίας -πολύ περισσότερο μίας τόσο ταλαιπωρημένης όσο η δική μας- στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο «κλίμα» ή στην «αίσθηση των πραγμάτων» που έχουν οι συντελεστές της. Καταναλωτές, παραγωγοί ή με οποιονδήποτε άλλο ρόλο εμπλεκόμενοι στα δρώμενά της. Όπως αλήθεια είναι ότι ρόλο-κλειδί στη διαμόρφωση αυτού του «κλίματος» διαδραματίζουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, εκπρόσωποι των οποίων δέχθηκαν τις χθεσινές παραινέσεις του φίλτατου κ. Τσακαλώτου. Είναι δύσκολο, όμως, να «κλείνει τα μάτια» κανείς στην πραγματικότητα. Η αποκατάσταση και εδραίωση κλίματος εμπιστοσύνης στην οικονομία, για την οποία έκανε λόγο χθες ο υπουργός των Οικονομικών, ως προϋπόθεση για την επιστροφή των καταθέσεων στα ελληνικά τραπεζικά γκισέ και κατά προέκταση της άρσης των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, δεν αφορά μόνον στην «επικοινωνία» και στα ΜΜΕ. Αφορά κυριότερα στην ουσία των πραγμάτων. Δίχως ακλόνητη εμπιστοσύνη προς τη νομισματική πορεία ενός τόπου, πώς είναι δυνατόν να αναμένουμε σημαντική επιστροφή καταθέσεων στα ελληνικά τραπεζικά γκισέ; Δίχως την επίλυση του ζητήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, πώς θα τερματιστεί η ιδιότυπη ομηρία του τραπεζικού συστήματος της χώρας και η ανάκτηση της δυνατότητάς του να χορηγεί πιστώσεις προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις; Δίχως αυτόν τον καίριας σημασίας ρόλο των τραπεζών, εντέλει, πώς είναι δυνατόν να αναμένουμε ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και κατά προέκταση επιστροφή στην ανάπτυξη; Υπό το πρίσμα αυτό, η ορθή αποτίμηση από τα ΜΜΕ της συμφωνίας που επιτεύχθηκε πρόσφατα στο Eurogroup ασφαλώς είναι καίριας σημασίας σε ό,τι αφορά στο «κλίμα» στην ελληνική οικονομία. Αποτελεί, όμως, μόνο ένα τμήμα της όλης εξίσωσης. Το υπόλοιπο τμήμα αφορά στο τι κάνει η κυβέρνηση, μέλος της οποίας είναι ο κ. Τσακαλώτος. Οι συστημικές τράπεζες της χώρας ασφαλώς θα πάρουν μια σημαντική ανάσα, όταν και όποτε επανέλθει το waiver της ΕΚΤ στα ελληνικά ομόλογα και μπορέσουν έτσι να εγκαταλείψουν -τουλάχιστον εν μέρει- τον κατά πολύ ακριβότερο ELA ως τρόπο άντλησης κεφαλαίων. Όμως δεν θα λύσουν το «πρόβλημά» τους, που ακούει στο όνομα «μη εξυπηρετούμενα δάνεια». Ένα πρόβλημα που δεν αφορά μόνο στην υιοθέτηση της μιας ή της άλλης λύσης για την αντιμετώπισή του ή ακόμη και στον αντικειμενικό διαχωρισμό «μπαταχτσήδων» από πραγματικά αδύναμους, αλλά άπτεται και της πολιτικής της υπερφορολόγησης, την οποία τόσο ασμένως προωθεί η κυβέρνηση. Ο φαύλος κύκλος της αδυναμίας πληρωμών στην οποία έχουν περιέλθει εκατοντάδες χιλιάδες δανειοληπτών αλλά και της οικονομικής καχεξίας που αυτή συνεπάγεται για το τραπεζικό σύστημα και -κατά προέκταση ολόκληρη την οικονομία- βρίσκεται στο επίκεντρο του προβλήματος για το οποίο μιλά ο κ. Τσακαλώτος. Αυτό όμως δεν λύνεται με επικοινωνία αλλά με λιγότερους φόρους. Λύνεται με τη σωστή συνταγή δημοσιονομικής προσαρμογής, η οποία στηρίζεται λιγότερο στους φόρους και περισσότερο στη μείωση των δαπανών και κυριότερα διεύρυνση της φορολογικής βάσης, μέσω και της πάταξης της φοροδιαφυγής. Όσο το κράτος επιλέγει την εύκολη λύση της υπερφορολόγησης και συνεχίζει να αφήνει τη φοροδιαφυγή να καλπάζει, ας μη ζητά την «ορθή ανάλυση» της συμφωνίας του Eurogroup ως επικοινωνιακή βακτηρία για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και την επιστροφή των καταθέσεων. Εντέλει και το χρήμα έχει μάτια και βλέπει και από… μόνο του.