Σάββατο

«ο κόσμος θα ήταν ένα καλύτερο μέρος, αν οι Γερμανοί γνώριζαν την ιστορία τους».


«Στην ελληνική κρίση, η Γερμανία θα πρέπει να διδαχθεί από το δικό της δημοσιονομικό παρελθόν» τονίζεται σε άρθρο του Χάρολντ Μέιρσον στην εφημερίδα Ουάσινγκτον Ποστ. Όπως αναφέρεται, «τόσο για λόγους στρατηγικής, όσο και οικονομικούς, θα αποτελούσε καταστροφή για τη Γερμανία εάν η Ελλάδα υποχρεωνόταν στην αποκήρυξη των χρεών της και στην έξοδό της από την Ευρωζώνη, καθώς μία τέτοια κίνηση θα απειλούσε την ίδια την ύπαρξη της νομισματικής ένωσης». «Η νέα ελληνική κυβέρνηση αντιπροσωπεύει, το λιγότερο, τη ρήξη με την πρότερη κακοδιαχείριση της Ελλάδας, όπως είχε πράξει και η κυβέρνηση του Αντενάουερ ως προς εκείνη του Χίτλερ. Οι πρώτοι διορισμοί σηματοδοτούν μία καινοφανή εξέλιξη στη διακυβέρνηση της Ελλάδας, τη μάχη κατά της διαφθοράς και του ευνοιοκρατικού καπιταλισμού που διαβρώνουν εδώ και χρόνια την οικονομία της χώρας» προστίθεται. Σύμφωνα με το άρθρο της αμερικανικής εφημερίδας, «η Γερμανία, μολονότι έχει κατανοήσει τα διδάγματα από τα λάθη που διέπραξε τον 20ό αιώνα, δεν φαίνεται να διδάσκεται από το κόστος που ενέχει η προσκόλληση στη δημοσιονομική ορθοδοξία, παρά το γεγονός ότι η ευημερία της οφείλεται στην απόφαση των αντιπάλων της κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο που επέτρεψε στη μεταπολεμική Δ. Γερμανία να διαγράψει το ήμισυ των χρεών της. Μετά την κατάρρευση του 2008, η Γερμανία, ως η κυρίαρχη οικονομία της Ευρώπης και η σημαντικότερη πιστώτρια χώρα, υποχρέωσε τις χώρες της μεσογειακής Ευρώπης και κυρίως την Ελλάδα να λεηλατήσουν τις ίδιες τις οικονομίες τους για να αποπληρώσουν τα χρέη τους». Στη συνέχεια, μεταξύ άλλων, υπογραμμίζεται ότι «η επιμονή της Γερμανίας οδήγησε στη συρρίκνωση της Ελλάδας στο επίπεδο της Μεγάλης Ύφεσης των ΗΠΑ. Η ανεργία εκτινάχθηκε στο 25%, ενώ η νεανική ανεργία ξεπέρασε το 50%, η οικονομία βυθίστηκε κατά 26% και η κατανάλωση κατά 40%. Το χρέος ανήλθε στο 175% του ΑΕΠ, ενώ τα κεφάλαια από τα δάνεια που παραχώρησαν η Γερμανία και τα άλλα κράτη στην Ελλάδα, δόθηκαν, είτε για την κάλυψη των επιτοκίων, είτε για την αποπληρωμή παλαιότερων δανείων. Μόλις το 11% εξ΄αυτών δόθηκε πραγματικά στην ελληνική κυβέρνηση. Δεν προκαλεί, λοιπόν, έκπληξη ότι οι Έλληνες ψηφοφόροι επέλεξαν μία νέα κυβέρνηση, η οποία διεκδικεί την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους. Οι αξιωματούχοι της Γερμανίας και της ΕΕ αντέδρασαν σθεναρά στις όποιες αλλαγές. Ευτυχώς για τη Γερμανία, οι δικοί της πιστωτές είχαν υιοθετήσει διαφορετική στάση μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη συμφωνία του Λονδίνου για το χρέος, το 1953, 20 κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, που είχαν δανείσει χρήματα στη Γερμανία κατά την προναζιστική Δημοκρατία της Βαϊμάρης και μετά το 1945, συμφώνησαν να μειώσουν το χρέος της Δ. Γερμανίας κατά το ήμισυ. Επιπλέον, συμφώνησαν ότι η αποπληρωμή του δεν θα προέρχεται από τις κυβερνητικές δαπάνες, αλλά αποκλειστικά από τις εξαγωγές. Με τη συγκατάθεση όλων των μερών, η συμφωνία του Λονδίνου και οι διαδοχικές τροποποιήσεις της, κατέστησαν τη Γερμανία ισότιμη με τους πιστωτές της, διαθέτοντας τη δυνατότητα, την οποία χρησιμοποίησε κατά καιρούς, να απορρίπτει τους όρους των πιστωτών και να εμμένει σε νέες διαπραγματεύσεις». Καταλήγοντας, ο αρθρογράφος σημειώνει ότι «ο κόσμος θα ήταν ένα καλύτερο μέρος, αν οι Γερμανοί γνώριζαν την ιστορία τους». defencenet.gr