Τρίτη

Οι τρελόμπαλες, ο Επίκουρος, και η δραχμή


8 Μαρ 2016 Οι τρελόμπαλες, ο Επίκουρος, και η δραχμή Pancreta.gr Χάσαμε την επαφή με το χρήμα από τότε που οι 340,75 δραχμές μας χώρεσαν σε ένα τόσο δα μικρό κέρμα, μικρότερο από το απαστράπτον κατοστάρικο, που έγινε είδος μουσειακό και ως τέτοιο το διατηρούμε σε ειδική προθήκη στο σπίτι.Tον Φεβρουάριο του 2002 ο γιος μου ήταν τόσο μικρός που έπαιζε ακόμη με τρελόμπαλες από καουτσούκ που χοροπηδούσαν και τα κυνηγούσαμε σε όλο το σπίτι κι έξω από αυτό. Τις βρίσκαμε σε αυτόματους (να μην σας πω και υπεραυτόματους) πωλητές με κερματοδέκτη, συνήθως σε ταβέρνες, παιδότοπους, λούνα παρκ και όπου αλλού σύχναζαν, καλώς ή κακώς δεν το εξετάζουμε, παιδάκια. Τιμή 100 δραχμές. Από την 1η Μαρτίου του 2002, αποφράδα ημέρα που η δραχμή βγήκε στην παρανομία, ξαφνικά η τρελόμπαλα (*), που ως τότε χοροπηδούσε ανέμελα, εκτοξεύθηκε στα ύψη. Ανατιμήθηκε από 100 δραχμές στις 342,75. (Το ίδιο και το μαρούλι, το ματσάκι ο μαϊντανός και ό,τι άλλο κόστιζε ένα κατοστάρικο. Ας μη μιλήσουμε για ό,τι κόστιζε παραπάνω από 100). Χάσαμε την επαφή με το χρήμα από τότε που οι 340,75 δραχμές μας χώρεσαν σε ένα τόσο δα μικρό κέρμα, μικρότερο από το απαστράπτον κατοστάρικο, που έγινε είδος μουσειακό και ως τέτοιο το διατηρούμε σε ειδική προθήκη στο σπίτι. Προσωπικά, πάντως, τη ζημιά την αντιλήφθηκα σε πρώτη φάση από τις τρελόμπαλες. Φυσικά, το μεγάλο πάρτυ έγινε σε άλλα είδη πρώτης ανάγκης, ακόμη και σε καταστήματα που ήταν υποχρεωμένα να αναγράφουν διπλά την τιμή κατά τη μεταβατική περίοδο. Πρόσφατα είδα σε ταμειακή μηχανή σούπερ μάρκετ σε πόλη της Ελλάδας να αναγράφεται ακόμη ο λογαριασμός και σε δραχμές, αλλά το τεράστιο ποσό που έγραφε για έναν αφρό μαλλιών δεν μου έλεγε και πολλά, πλέον. Στην παρανομία, λοιπόν, από τον Μάρτιο του 2002 η δραχμή, ένα νόμισμα με ιστορία που, όμως, έμελλε να πάει άκλαυτο, αφού ως λαός πολύ το χαρήκαμε που μπήκαμε στην Ευρωζώνη. Ήταν κάτι σαν να περάσαμε ως εκλεκτοί την «πόρτα» του Ζόναρ’ς για να απολαύσουμε όχι μόνον τη rocher praline και τον καφέ μας αλλά, βασικά, τη μάταιη απόλαυση και τη γλυκιά ανατριχίλα που προσφέρει η αίσθηση ότι ανήκουμε στο κλαμπ των εκλεκτών. Στο οποίο για να πάρουμε πάσο και να περάσουμε κάναμε τα πάντα, κυριολεκτικά. Μερικά, μάλιστα, από αυτά που κάναμε δεν ήταν και καθόλου κομψά εκ μέρους μας. Επιθυμούσαμε διακαώς να μπούμε, όπως νομίζαμε, στη μεγάλη σάλα της Ευρώπης, όπου θα είχαμε την ευκαιρία να παρακαθίσουμε σε πλούσιο δείπνο πέντε, τουλάχιστον, πιάτων, να πιούμε εκλεκτή σαμπάνια εις υγείαν των κορόιδων και, μάλιστα, να μην πληρώσουμε κιόλας κι από πάνω να μας ζηλεύει κι ο υπόλοιπος κόσμος. Τι ηδονή! Τελικά, όμως, αν και μας είχε προειδοποιήσει ο Επίκουρος να προσέχουμε και να επιλέγουμε ηδονές που να μην είναι μικρότερες από της μελαγχολία που τις διαδέχεται, εμείς δεν τον λάβαμε υπόψη τον πρόγονο και τώρα βρισκόμαστε στη φάση της μελαγχολίας, που είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερη από την ηδονή που νιώσαμε κι ένα φορτηγό αντικαταθλιπτικά/άτομο δεν είναι αρκετά. Η δραχμή, λοιπόν, εκ του δράττω ίσον αρπάζω -ίσως σημαδιακή η προέλευση της λέξης, άρπαγές της βρέθηκαν πολλοί- υπήρξε το δημοφιλέστερο νόμισμα του αρχαίου κόσμου, αφού πολλές πόλεις τη χρησιμοποιούσαν ως «εθνικό» νόμισμα. Η αξία της διέφερε από πόλη σε πόλη όπως και το σχήμα, το μέγεθος, το βάρος, αλλά αυτό δεν εμπόδιζε να γίνονται ομαλά οι συναλλαγές. Έβγαινε και σε εκδοχή τετράδραχμου, σαν αυτό της Αθήνας του 5ου αιώνα, με την Αθηνά στη μια όψη και την κουκουβάγια της στην άλλη -ήταν ελαστικά τότε τα πράγματα, όποιος ήθελε έβαζε και το πετ του στο νόμισμα- που συνέχισε να υπάρχει μέχρι την εποχή των Μακεδόνων οι οποίοι, ως κατακτητές, επέβαλαν το δικό τους. Γνωστά και τα τετράδραχμα του Οροφέρνη, του ματαιόδοξου βασιλιά της Καππαδοκίας, που ανακαλύφθηκαν κάτω από το βάθρο του αγάλματος της Αθηνάς Πολιάδος στην Πριήνη το 1870 και επιβεβαίωσαν κάποιες ιστορικές πληροφορίες που έως τότε αμφισβητούνταν, για την ύπαρξη ή όχι του κομψού αυτού νομίσματος. Η εξαιρετική ποιότητα του πορτρέτου ήταν αντάξια της αρρενωπότητας και του αισθητισμού του Οροφέρνη και αντιστρόφως ανάλογη των ικανοτήτων του, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι ο Κ. Π. Καβάφης εμπνεύστηκε και έγραψε ένα ποίημα γι αυτόν. Aυτός που εις το τετράδραχμον επάνω μοιάζει σαν να χαμογελά το πρόσωπό του, το έμορφο, λεπτό του πρόσωπο, αυτός είν’ ο Οροφέρνης Aριαράθου. Το ότι παρακάτω του σέρνει τα εξ αμάξης, δείχνει αφενός την «αξία» του ατόμου και αφετέρου τεκμηριώνει την προτίμηση του μεγάλου Αλεξανδρινού στις ασήμαντες ιστορικές προσωπικότητες, που τον αποτελειώνει λέγοντας: Το τέλος του κάπου θα γράφηκε κ’ εχάθη· ή ίσως η ιστορία να το πέρασε, και, με το δίκιο της, τέτοιο ασήμαντο πράγμα δεν καταδέχθηκε να το σημειώσει. Αντίθετα από τον Οροφέρνη, που η ιστορία δεν καταδέχτηκε ν’ ασχοληθεί μαζί του η δραχμή, σε όποια μορφή, γνώρισε δόξες. Σε πολλαπλάσιο ή υποδιαίρεση χρησιμοποιήθηκε μέχρι και στο εξωτερικό, όπου τη διέδωσε ο Αλέξανδρος, έως τα ρωμαϊκά χρόνια, που την αντικατέστησε το ευρώ της εποχής, το δηνάριο. Στις 8 Φεβρουαρίου του 1833, λίγες μόλις ημέρες από την άφιξη του Βαυαρού Όθωνα στην πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους Ναύπλιο, η δραχμή επανήλθε στη θέση του φοίνικα, που είχε «κόψει» ο Καποδίστριας. Ο ρομαντικός βασιλιάς, μεγαλωμένος με τα ιδανικά της αρχαιολατρείας αλλά και λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων, έπρεπε να συνδέσει το νέο -ασυνάρτητο από πάσης απόψεως- κράτος με την ένδοξη αρχαιότητα. Η δραχμή ήταν ένα μέσον για να το πετύχει. Προσπάθησε, μάλιστα, η Ελλάς το 1867 να προσχωρήσει στην τότε Λατινική Νομισματική Ένωση (ΛΝΕ) για να ακολουθήσει τους κανόνες ισοτιμιών με τα άλλα ευρωπαϊκά νομίσματα αλλά δεν έγινε δεκτό το αίτημα λόγω της ασταθούς πολιτικής και οικονομικής κατάστασης. Δεν υπήρχε Σημίτης τότε, βλέπεις κι οι Βαυαροί δεν ήξεραν από καλές μπουγάδες. Η ένωση επιτεύχθηκε το 1910, οπότε η δραχμή εξισώθηκε με το γαλλικό φράγκο και έκτοτε η οικονομική μας δυνατότητα αποτυπώνεται στη λέξη «άφραγκοι». Δραχμή ήταν και το επίσημο νόμισμα της Κρητικής Πολιτείας. Συνέχισε την ιστορική της πορεία μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου του 2002, οπότε παρήλθε η μεταβατική φάση από τη δραχμή στο ευρώ. Η σχέση της με τον φοίνικα είναι ότι πεθαίνει και αναγεννάται από τις στάχτες της, πράγμα που πολλοί θεώρησαν ότι μπορεί να ξανασυμβεί. Είναι η ευχή αλλά και ο φόβος των Ελλήνων, αναλόγως των επιρροών που δέχεται ο καθένας. Ίδωμεν. Όπως κι αν έχει, εμείς διαχρονικά φτωχοί, σε δραχμές, φράγκα και ευρώ, είμαστε. (*) Συνταγή για τρελόμπαλες μπας και γλιτώσετε κανένα ευρώ, όσοι έχετε ακόμη μικρά παιδάκια. Υλικά 1 κ.σ. βόρακα 1 κ.σ. κορνφλάουρ 1 κ.σ. λευκή κόλλα χειροτεχνίας (υγρή) Χρώματα ζαχαροπλαστικής Γάντια μιας χρήσης Γυάλινο δοχείο για το ανακάτεμα 1/2 φλιτζάνι χλιαρό νερό Μεζούρες μέτρησης για μαγειρική για να είναι οι ποσότητες ίδιες. Ανακατεύουμε στο γυάλινο δοχείο το χλιαρό νερό με τον βόρακα. Σε ένα άλλο δοχείο ανακατεύουμε μαζί το κορνφλάουρ, την κόλλα και το χρώμα ζαχαροπλαστικής. Ρίχνουμε το μείγμα με την κόλλα μέσα στο δοχείο με το νερό και τον βόρακα. Μέσα σε 10 δευτερόλεπτα το μείγμα θα σκληρύνει. Το βγάζουμε από το νερό με ένα πιρούνι. Εάν κολλάει πολύ στα χέρια το σφίγγουμε καλά στο χέρι και το βάζουμε πάλι λίγο στο νερό. Στη συνέχεια πλάθουμε το μείγμα σε μια μπάλα μέχρι να σκληρύνει αρκετά. Όσο περισσότερο το δουλεύουμε τόσο πιο σκληρό θα γίνει το μπαλάκι. Καλή όρεξη!