Παρασκευή

Η μήνυση κατά Κοτζιά για εσχάτη προδοσία, απιστία κατά την υπηρεσία, παράβαση καθήκοντος, επιβουλή της ακεραιότητας της χώρας και ηθική αυτουργία του πρωθυπουργού Α. Τσίπρα στα αδικήματα αυτά


29/6/18 Η μήνυση κατά Κοτζιά για εσχάτη προδοσία, απιστία κατά την υπηρεσία, παράβαση καθήκοντος, επιβουλή της ακεραιότητας της χώρας και ηθική αυτουργία του πρωθυπουργού Α. Τσίπρα στα αδικήματα αυτά Παρασκευή, 29 Ιουνίου 2018 Η μήνυση κατά Κοτζιά για εσχάτη προδοσία, απιστία κατά την υπηρεσία, παράβαση καθήκοντος, επιβουλή της ακεραιότητας της χώρας και ηθική αυτουργία του πρωθυπουργού Α. Τσίπρα στα αδικήματα αυτά (ΠΚ 14, 26, 27, 42, 45, 46, 47, 48, 134, 138, 256, 259) επικαλείται την απόφαση του Αρείου Πάγου (1448/2009), στην οποία ήταν εισηγήτρια η σημερινή νομική σύμβουλος του Πρωθυπουργού Βασιλική Θάνου, η οποία είχε κρίνει, ότι «δεν υπάρχει μακεδονικό έθνος και κατά συνέπεια μακεδονικός πολιτισμός και μακεδονική γλώσσα» και είχε απορρίψει τους ισχυρισμούς φιλοσκοπιανού Σωματείου. τις θέσεις της συγκλήτου της Ακαδημίας Αθηνών της 8ης Ιανουαρίου 1992, σύμφωνα με τις οποίες «η πολιτική αξίωση της Δημοκρατίας των Σκοπίων να ονομασθεί “Μακεδονία” αντιβαίνει στα ιστορικά δεδομένα που είναι αποδεκτά από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα». την επιστολή του 1992 των 6 πνευματικών ταγών της χώρας μας, που υπογράφεται από: Οδυσσέα Ελύτη, Μελίνα Μερκούρη, Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Δημήτρη Τσάτσο, Αριστόβουλο Μάνεση και Γιάννη Γεωργάκη. ΕΝΩΠΙΟΝ Του κ. EΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΜΗΝΥΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ Του Παναγιώτη Σταμάτη του Δημητρίου, με την ιδιότητα του πολίτη του Ελληνικού Κράτους, που με την παρούσα ασκώ δικαίωμα συνταγματικά καθιερωμένο, και ως αμέσως ζημιωθείσης από την προσβολή από τους αναφερόμενους, των ατομικών και πολιτικών εννόμων αγαθών μου, Πλωτάρχη του Πολεμικού Ναυτικού ε.α, κατοίκου Αθηνών, οδός …, αριθμ. 48. ΑΔΤ:…., Τ.Α. Εξαρχείων. (….@yahoo.gr) Κ Α Τ Α Του Υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδος, Νικολάου Κοτζιά, κατοίκου Αθηνών, οδός Βασιλίσσης Σοφίας, αρ. 5. ΠΑΝΤΟΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΥ – συμμετόχου και εμπλεκομένου, διά κοινής δράσης και κοινού δόλου, αρμοδίου υπηρεσιακού παράγοντος και εξωθεσμικού τοιούτου συναυτουργού ή ηθικού αυτουργού, κατ’ άρθρα 45-49 ΠΚ. Και κάθε άλλου προσώπου ως προς το οποίο προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΠΡΑΞΕΙΣ (ενδεικτικά: 14,26,27, 42,45,46 παρ. 1β, 47, 48, 134, 138, 256, 259 ΠΚ) ************************************** Εισαγωγή Αξιότιμε κύριε Εισαγγελεύ, Εκθέτω στην κρίση Σας τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που πραγματώνουν την τέλεση σοβαρών ποινικών αδικημάτων, αυτεπαγγέλτως διωκόμενα (ενδεικτικά: 134 ΠΚ, 138 ΠΚ, 256 ΠΚ και 259 ΠΚ κακουργηματικού χαρακτήρα), όπως ακριβώς περιγράφονται κατωτέρω, με την επιφύλαξη και για τυχόν άλλα αδικήματα, που θα προκύψουν από την επισταμένη και διεισδυτική έρευνά Σας, εις βάρος των Ελληνικού Έθνους και των Ελληνικών συμφερόντων και αιτούμαι τα κατά το νόμο. Τα κρίσιμα περιστατικά και οι σύστοιχες συμπεριφορές πραγματώθηκαν από τον Υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά, (ενδεικτικά από 17.6.2018 τις 11.30 πμ έως και σήμερα και αφορούν την υπογραφή της συμφωνίας στο ψαροχώρι Ψαράδες στη Λίμνη Πρέσπα. (ΣΧΕΤ.1) Αναφέρομαι σε Εσάς κ. Εισαγγελεύ ζητώντας τη συνδρομή σας, προκειμένου να διερευνηθεί από τα αρμόδια όργανα της Ελληνικής Δικαιοσύνης αυτή η κατάφωρη αδικία εις βάρος του Έθνους μας. Τα κρίσιμα νομικά και πραγματικά περιστατικά. 1.-Πρόσφατα περιήλθε εις γνώση μου το πλήρες περιεχόμενο της συμφωνίας που υπογράφηκε στο ψαροχώρι Ψαράδες στη Λίμνη Πρέσπα, από τον υπουργό εξωτερικών της Ελλάδος, Νικόλαο Κοτζιά και τον αντίστοιχο της πΓΔΜ, Νικολά Ντιμιτρόφ, τις 17.6.2018, παρουσία των Πρωθυπουργών Ελλάδος Αλέξιο Τσίπρα και Ζόραν Ζάεφ της πΓΔΜ, με τίτλο: «ΤΕΛΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΕΘΝΩΝ 817 (1993) ΚΑΙ 845 (1993), ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΤΟΥ 1995 ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΔΡΑΙΩΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ». 2.-Η συμφωνία χαρακτηρίζεται σαν τελική και από τη θέση της σε ισχύ τερματίζει την Ενδιάμεση Συμφωνία μεταξύ των Μερών που υπεγράφη στη Ν. Υόρκη στις 13.9.1995. 3.-Τα Μέρη αναγνωρίζουν ως δεσμευτικό τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων που διεξήχθησαν υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, στις οποίες «και τα δύο (2) Μέρη έχουν δεσμευτεί κατ’ εφαρμογή των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 817 (1993) και 845 (1993) καθώς επίσης και της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995. Μόλις η πΓΔΜ γνωστοποιήσει την ολοκλήρωση των συνταγματικών τροποποιήσεων και όλων των εσωτερικών νομικών διαδικασιών του προκειμένου να τεθεί σε ισχύ η παρούσα Συμφωνία, η Ελλάδα θα κυρώσει χωρίς καθυστέρηση την Συμφωνία. 4.- Όμως υπάρχει ειδική πρόβλεψη στο άρθρο 2 παρ. 4 για την είσοδο της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ με χρονικό ορίζοντα «Με τη λήψη της γνωστοποίησης της κύρωσης της παρούσας Συμφωνίας από το Κοινοβούλιο του Δεύτερου Μέρους, το Πρώτο Μέρος (Ελλάς) χωρίς καθυστέρηση». Δηλαδή η Συμφωνία περιλαμβάνει ρήτρα «προσωρινής εφαρμογής», που αρχίζει από την κύρωση της συμφωνίας από τη βουλή των Σκοπίων. 5.- Το κοινοβούλιο της πΓΔΜ επικύρωσε τις 20.6.2018, σε ειδική συνεδρίαση, τη συμφωνία που υπογράφηκε την Κυριακή στις Πρέσπες με την Ελλάδα για την επίλυση του ονοματολογικού και τη μετονομασία της χώρας σε «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας». 6.- Η ρήτρα προσωρινής εφαρμογής συνήθως προνοεί ότι, από την υπογραφή της συμφωνίας μέχρι την έναρξη ισχύος της, η διεθνής συμφωνία ή συγκεκριμένες πρόνοιες αυτής, τίθενται προσωρινά σε εφαρμογή μέχρι να ολοκληρωθούν οι εσωτερικές συνταγματικές διαδικασίες κάθε συμβαλλόμενου μέρους σε σχέση με την κύρωσή της και να τεθέι μσε ισχή η συμφωνία. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο (βλ. σχετ. το άρθρο 25 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών του 1969), η συμφωνία για προσωρινή εφαρμογή παράγει τα ίδια έννομα αποτελέσματα όπως οποιαδήποτε άλλη διεθνής συμφωνία. Συνιστά δηλαδή νομικά δεσμευτικό και εκτελεστό νομικό έγγραφο μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών. 7.- Η μονογραφή μια διεθνούς συμφωνίας συνιστά ένα μέσο επιβεβαιώσεως της αυθεντικότητας του κειμένου και της οριστικοποίησής του. Η μονογραφή μιας διεθνούς συμφωνίας παράγει νομικώς δεσμευτικά αποτελέσματα, αν η βούληση των συμβαλλομένων μερών ούτως επιτάσσει. Η δε μονογραφή ενός κειμένου και η μεταγενέστερη υποβολή εισήγησης για τροποποιήσεις στη μονογραφηθείσα συμφωνία, προκαλεί αναπόφευκτες καθυστερήσεις στην οριστικοποίηση και υπογραφή του κειμένου και έχει επιπτώσεις στην εμπιστοσύνη του αντισυμβαλλόμενου μέρους. 8.-Κατόπιν όλων των προαναφερομένων προκύπτει χωρίς δυνατότητα οποιασδήποτε αμφισβήτησης ότι η προσωρινή αυτή συμφωνία δεσμεύει άμεσα την Ελλάδα και έχει άμεσες έννομες συνέπειες που η μη τελική κύρωσή της δεν μπορεί να τις αποτρέψει ιδίως ως προς την ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Η μη τήρηση των συμφωνηθέντων από την Ελλάδα, θα έχει ως συνέπεια να εκτεθεί η χώρα σε διεθνείς περιπέτειες, όπως προσφυγή των Σκοπίων στο Διεθνές Δικαστήριο κ.α. 9.-Στο Άρθρο 13 της συμφωνίας αναφέρει: «Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το γεγονός ότι το δεύτερο συμβαλλόμενο μέρος, τα Σκόπια, είναι περίκλειστο κράτος, τα συμβαλλόμενα μέρη θα καθοδηγούνται από τις σχετικές προβλέψεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας». Δηλαδή παραχωρούμε δικαιώματα πρόσβασης στο Αιγαίο, που θα είχε η πΓΔΜ εάν είχαμε ανακηρύξει ΑΟΖ. 10.-Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα είναι στα εμπορικά σήματα και τις ονομασίες προέλευσης προϊόντων που παραπέμπονται σε διαδικασίες που προϋποθέτουν υψηλό επίπεδο καλόπιστης συνεργασίας. Στη Βόρεια Ελλάδα διαθέτουμε διεθνώς εμπορεύσιμα και παγκοσμίως αναγνωρίσιμα προϊόντα που το εμπορικό τους σήμα περιλαμβάνει τον όρο «Μακεδονία», η συμφωνία δεν πως τα συγκεκριμένα προϊόντα δεν θα γίνουν αντικείμενο χρήσης, άρα παράνομης υιοθέτησης του συγκεκριμένου εμπορικού σήματος, από επιχειρήσεις με έδρα τη πΓΔΜ. Ο όρος «Μακεδονία» για τις εμπορικές επωνυμίες ανήκει αποκλειστικά στην Ελλάδα. Διατηρούνται τα αποδοθέντα από τον Διεθνή Οργανισμό Τυποποίησης (ISO) κωδικών της χώρας ¨ΜΚ΄ και ¨MKD¨ για κάθε άλλο σκοπό-χρήση εξαιρουμένων των πινακίδων αυτοκινήτων της πΓΔΜ. 11.-Το σχέδιο συμφωνίας είναι προδήλως προβληματικό, γιατί αποδέχεται ανακριβείς και εσφαλμένους χαρακτηρισμούς ως προς δυο κρίσιμα ζητήματα υψηλού συμβολισμού: τη γλώσσα και την ιθαγένεια. Σε συνδυασμό μάλιστα με την αποδοχή, στο άρθρο 7 του σχεδίου, ως εξίσου αποδεκτών των αντιλήψεων των δύο πλευρών ως προς το τι σημαίνουν οι όροι «Μακεδονία» και «Μακεδόνας». Ρήτρα που απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή γιατί στην πράξη μπορεί να αλλοιώνει κάθε συμφωνία για την ονομασία και την erga omnes χρήση της. 12.-Η ιθαγένεια, που προσδιορίζεται σε σχέση με συγκεκριμένο κράτος, πρέπει να παραπέμπει στο όνομα του κράτους αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση η ιθαγένεια πρέπει να προσδιορίζεται όχι ως «Macedonian / citizen of the Republic of North Macedonia», αλλά ως «βορειομακεδονική» ή απλώς ως ιδιότητα του «citizen of the Republic of North Macedonia». Στην αγγλική μάλιστα διατύπωση του σχεδίου αυτό δεν αφορά τη citizenship, αλλά τη nationality, δηλαδή τη διεθνή όψη της ιθαγένειας. Είναι παράδοξο ένας πολίτης της γειτονικής χώρας που ανήκει στην αλβανική κοινότητα να προσδιορίζεται διεθνώς ως Macedonian και όχι ως citizen of the Republic of North Macedonia. 13.-Η γλώσσα, ενώ κατατάσσεται ρητά στις Νότιες Σλαβικές γλώσσες (και μάλιστα γράφεται με κυριλλική γραφή), δεν ονομάζεται «σλαβομακεδονική», αλλά «Μακεδονική/Macedonian». Είναι χαρακτηριστικό ότι στο διάγγελμά του της 12.6.2018 ο κ. Τσίπρας αναφέρεται σε «Ελληνομακεδονική γλωσσική κληρονομιά» από την οποία διακρίνεται η γλώσσα του γειτονικού κράτους. Η ελληνική γλωσσική κληρονομιά ονομάζεται ατυχώς «ελληνομακεδονική» από τον Έλληνα πρωθυπουργό προφανώς σε αντιδιαστολή προς τη σλαβομακεδονική γλώσσα της γείτονος που πρέπει να ονομάζεται ακριβώς έτσι και όχι «Μακεδονική». 14.-Το χειρότερο δε είναι ότι η ελληνική πλευρά δέχεται στο σχέδιο συμφωνίας ότι η γλώσσα αυτή έχει αναγνωρισθεί διεθνώς και από την Ελλάδα ως «Μακεδονική» ήδη από το 1977. Κατά τη λογική όμως αυτή και η ομόσπονδη τότε «Δημοκρατία της Μακεδονίας» στους κόλπους της Γιουγκοσλαβίας μπορεί κάποιοι να ισχυριστούν ότι είχε αναγνωριστεί με το όνομα «Μακεδονία». Αυτό όμως δεν γίνεται δεκτό και γι’ αυτό υπάρχει το ανοικτό διεθνές ζήτημα του ονόματος. 15.-Αβάσιμος είναι ο ισχυρισμός ότι έγινε ένας συμβιβασμός σύμφωνα με τον οποίο η Ελλάδα πήρε το σύνθετο όνομα και την erga omnes χρήση που διασφαλίζεται και με αναθεώρηση του Συντάγματος και έδωσε τον χαρακτηρισμό της γλώσσας και της ιθαγένειας. 16.-Η Ελλάδα δίνει την ένταξη στο ΝΑΤΟ και την άμεση έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ, δηλαδή το σύνολο του διπλωματικού της οπλοστασίου και άρα το αντίβαρο ως προς την ακύρωση του αλυτρωτισμού θα έπρεπε να είναι πλήρες, να αφορά δηλαδή και τον ακριβή χαρακτηρισμό της γλώσσας και της ιθαγένειας. 17.-Εκτός από τη γλώσσα και την ιθαγένεια υπάρχει πρόβλημα και με το συγχρονισμό των διαδικασιών αφενός μεν θέσης σε ισχύ της συμφωνίας, αφετέρου δε ένταξης της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ και έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της με την ΕΕ. 18.-Με το πρώτο όμως βήμα της κύρωσης της συμφωνίας από την πλευρά της πΓΔΜ και πριν αυτή τεθεί σε ισχύ, η Ελλάδα θα γνωστοποιήσει στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ότι υποστηρίζει την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων και στον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ ότι υποστηρίζει την πρόσκληση προς το γειτονικό μας κράτος προκειμένου να ενταχθεί στη Συμμαχία. Η ένταξη στο ΝΑΤΟ θα αποφασισθεί από το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο πριν τεθεί σε ισχύ η συμφωνία, δηλαδή με το σημερινό προσωρινό όνομα, και οι όροι από τους οποίους εξαρτάται η θέση σε ισχύ της συμφωνίας πρέπει να έχουν εκπληρωθεί προκειμένου η Ελληνική Βουλή να κυρώσει το πρωτόκολλο ένταξης των γειτόνων στο ΝΑΤΟ μαζί με την κύρωση της συμφωνίας για το όνομα. Στο μεταξύ όμως θα έχουν κυρώσει το πρωτόκολλο οι άλλες χώρες μέλη του ΝΑΤΟ. 19.-Πρόβλημα συγχρονισμού υπάρχει και με την πρακτική εφαρμογή των αλλαγών ως προς το όνομα και την erga omnes χρήση τους που χρειάζεται πέντε χρόνια και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη περισσότερα μετά τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας, με μόνο μοχλό πίεσης το μη άνοιγμα κεφαλαίων των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ. 20.- Χωρίς να έχει εξουσιοδότηση ο Ν. Κοτζιάς, δεδομένου ότι στις εκλογές του 2015 το ζήτημα αυτό δεν συζητήθηκε καν κατά την προεκλογική περίοδο ούτε συμπεριλαμβανόταν στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα η από τον Ιανουάριο του 2015 συμπόρευση στην κυβέρνηση του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ με το κόμμα των ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ διαβεβαίωνε τον Ελληνικό λαό ότι ποτέ (σύμφωνα και με το καταστατικό του κόμματος καθώς και τις αμέτρητες ομιλίες του Πάνου Καμμένου) δεν θα παραχωρείτο το όνομα Μακεδονία, διότι το κόμμα του είχε θέση ως κόκκινη γραμμή στην συνεργασία αυτή, δεν θα συμφωνούσε σε παραχώρηση του ονόματος της Μακεδονία, κι ένεκα τούτου θα ήρε την ψήφο εμπιστοσύνης του στην κυβέρνηση, θα την «έριχνε» κατά την δική του δέσμευση, γεγονός από το οποίο κατά τον ρουν των γεγονότων ο επικεφαλής του πολιτικού φορέα των ανεξαρτήτων ελλήνων έχει αποστεί, παρά την ρητή προς τούτο προεκλογική δέσμευσή του. 21.-Ο Ν. Κοτζιάς με την υπογραφή της σύμβασης κατέστησε αυτή αμετάκλητη καθώς δεν μπορεί κάποιος στο μέλλον να ανατρέψει την τετελεσμένη κατάσταση, με το διεθνές κλίμα να είναι προφανώς αντίθετο με κάθε πρωτοβουλία αμφισβήτησης ή διόρθωσης σχετικά με το όνομα, τη γλώσσα ή την ιθαγένεια. 22.-Η πράξη αυτή του Ν. Κοτζιά, να υπογράψει μια επώδυνη, ταπεινωτική, κακή συμφωνία που απεμπολεί τα εθνικά δίκαια της χώρας, με διαδικασίες που δεν έχει προβλέψει κανείς, μια συμφωνία που δίνει κρατική υπόσταση σε ένα εθνοκατασκεύασμα, η οποία υποκρύπτει μελλοντική απόπειρα αλυτρωτικών προθέσεων και που πλήττει τα οικονομικά συμφέροντα της Β. Ελλάδος, παρά την απόλυτη αντίθεση της πλειονότητας του ελληνικού λαού, χωρίς εξουσιοδότηση από το υπουργικό συμβούλιο ή από τον ελληνικό λαό (δημοψήφισμα), παραχωρώντας το όνομα «Βόρεια Μακεδονία», οριοθετήθηκε ένας γεωγραφικός χώρος ο οποίος περιέχει την έννοια του «Μακεδονικού Έθνους», όχι με την Ελληνική ιστορική, πολιτιστική και εθνολογική έννοια αλλά με ακαθόριστη και ομιχλώδη «Βαλκανική» χροιά. Επίσης σε συνδυασμό με την αναγνώριση ιθαγένειας και Μακεδονικής γλώσσας, δημιουργούν ένα άκρως εκρηκτικό περιβάλλον για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Η συμφωνία για “Βόρεια Μακεδονία” που υπεγράφη από Κοτζιά και Ντιμιτρόφ “κρύβει” μια λεπτομέρεια που ανατρέπει πολλά δεδομένα, ουσιαστικά στο κείμενο της συμφωνίας αναγνωρίζει “Μακεδονική” εθνικότητα στους Σκοπιανούς και σε συνδυασμό με τη γλώσσα ανοίγει τον δρόμο για δημιουργία “Μακεδονικού έθνους”. Στο αγγλικό κείμενο, στο κείμενο που υπέγραψαν Κοτζιάς και Ντιμιτρόφ, υπάρχει αναφορά σε εθνικότητα και όχι σε ιθαγένεια, όπως αναφέρει το ελληνικό κείμενο. Στο ελληνικό κείμενο υπάρχει η λέξη ιθαγένεια, όμως στο αγγλικό κείμενο η λέξη αντικαθίσταται από τη λέξη “nationality” που σημαίνει εθνικότητα. Το γεγονός αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει στους Σκοπιανούς “Μακεδονική” εθνικότητα, καθώς οι υπογραφές των δυο υπουργών Εξωτερικών μπήκαν σε αυτό το κείμενο το οποίο είναι αυτό που αναγνωρίζεται πλέον διεθνώς ως συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών. Όπως μάλιστα επισημαίνεται η συμφωνία αυτή για όποιον κάνει των συνδυασμό του ονόματος με την γλώσσα και την εθνικότητα επί της ουσίας ανοίγει τον δρόμο για δημιουργία ενός έθνους, “μακεδονικού” και μάλιστα με την υπογραφή της Ελλάδας. Όλα αυτά συνιστούν πιθανότατα κατά την μάλλον ορθή νομική μου σκέψη αδικοπραγίες, τουλάχιστον όπως αυτές προβλέπονται στις προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας που προβλέπονται και τιμωρούνται από το άρθρο 135 παρ 1 και 2 με παραπομπή στις διατάξεις του άρθρου 134 παρ 1 Β, β και 2, α εκδοχή 3 ΠΚ, στο 138 ΠΚ, καθώς και της απιστίας 256 ΠΚ ή άλλως και της παράβασης καθήκοντος 259 ΠΚ. 23.-Ο Υπουργός δεν έλαβε υπ’ όψη του, την απόφαση του Δ΄ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου 1448/2009 με εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου (σημερινή νομική σύμβουλο του Πρωθυπουργού), η οποία με την από 11/12/2008 έκθεσή της, εισηγήθηκε την απόρριψη της από 22/6/2007 αίτησης αναίρεσης του Σωματείου “ΣΤΕΓΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ” η οποία έγινε δεκτή με το σκεπτικό : «Όπως είναι γνωστό, τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα βρίσκεται σε αντιπαράθεση με το Κράτος των Σκοπίων (FYROM), εξ αιτίας της αυθαίρετης και ιστορικά ατεκμηρίωτης αξιώσεως του τελευταίου να αναγνωρισθεί διεθνώς ως Κράτος, με το όνομα “Μακεδονία”. Προκειμένου να αποκατασταθεί η ιστορική αλήθεια ως προς το σφετερισμό του ονόματος της Μακεδονίας από το νεοσυσταθέν Κράτος των Σκοπίων (FYROM), το οποίο επιχειρεί να αποκτήσει εθνική ταυτότητα με όνομα που αποτελεί ιστορική, πολιτιστική και εθνική κληρονομιά της Ελλάδας, είναι αναγκαίο να επισημανθούν συνοπτικά τα ακόλουθα ιστορικά δεδομένα. Ο όρος Μακεδονία, από αρχαιοτάτων χρόνων είναι όρος ιστορικός και γεωγραφικός και όχι εθνολογικός. Οι Μακεδόνες δεν είναι, ούτε υπήρξαν κατά το πρόσφατο και το απώτερο παρελθόν, ιδιαίτερος εθνολογικός σχηματισμός. Απλώς, ως Μακεδόνες, ονομάζονται ανέκαθεν οι κάτοικοι της γνωστής από την αρχαιότητα περιοχής της Ελληνικής Μακεδονίας, όπως αντίστοιχα ονομάζονται, Θράκες, οι κάτοικοι της Θράκης, Θεσσαλοί , οι κάτοικοι της Θεσσαλίας κ.ο.κ., χωρίς να υπάρχει αντίστοιχα Θρακική ή Θεσσαλική Εθνικότητα. Επομένως, Μακεδόνες κατά την εθνικότητα δεν υπάρχουν και ούτε μπορούν να “δημιουργηθούν”, στα πλαίσια του συλλογικού αυτοπροσδιορισμού των κατοίκων της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας, όπως πιο κάτω αναφέρεται. Επιπλέον, οι αρχαίοι Μακεδόνες, ήταν αναμφισβήτητα Έλληνες, δωρικό ή κατ’ άλλη έκδοση, αιολικό φύλο. Το όνομα Μακεδονία αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Ηρόδοτο, έχει δε γνήσια Ελληνική, δωρικής προέλευσης, ρίζα, “Μακεδνός ή Μακεδανός”, που σημαίνει μακρύς, υψηλός, λόγω του ύψους των Μακεδόνων, όπου μάκος = μήκος (Ηροδότου Ιστορίαι Α, 56). Ήδη από τον 1° π.Χ. αιώνα ο μεγάλος γεωγράφος της αρχαιότητας Στράβων, διαπίστωνε : “Εστίν ούν Ελλάς και η Μακεδονία” (Στράβων, Γεωγραφικά,VII.9). Ως Έλληνες, οι αρχαίοι Μακεδόνες, χρησιμοποιούσαν την ίδια, με τους Ελληνες της νομίμου Ελλάδας γλώσσα, πίστευαν στους ίδιους θεούς και είχαν τον ίδιο (Ελληνικό) πολιτισμό. Ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Αριστοτέλης υπήρξε δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τα ευρήματα της Βεργίνας αποτελούν σταθμούς της παγκόσμιας ιστορίας και στοιχεία του παγκόσμιου πολιτισμού που αποδεικνύουν την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Αντίθετα, οι Σλάβοι, δηλαδή τα διάφορα σλαβικά φύλα που εμφανίσθηκαν στην περιοχή των Βαλκανίων, βορείως της Μακεδονίας, κατά τον 7° μ.Χ. αιώνα, δεν έχουν καμία σχέση με τους αρχαίους Έλληνες Μακεδόνες. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους των ετών 1912-1913, που είχαν ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση, πλην άλλων περιοχών, και της Μακεδονίας, από την Οθωμανική κυριαρχία και το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οριοθετήθηκαν οριστικώς τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας αφενός και Σερβίας και Βουλγαρίας αφετέρου. Κατόπιν Διεθνών Συμφωνιών και ιδίως της συνθήκης του NEUILLY, που ίσχυσε από το 1919, το μεγαλύτερο τμήμα της Μακεδονίας, με τη γεωγραφική του όρου έννοια, περιήλθε στην Ελλάδα, ήτοι το 51,5%, ενώ στη Σερβία περιήλθε το 38,4% και στη Βουλγαρία το 10,1% αυτής. Έτσι, η αρχαία (κλασική) Μακεδονία, η επονομαζόμενη από γεωγραφική άποψη “Μείζων Μακεδονία”, που περιλαμβανόταν μεταξύ Αιγαίου Πελάγους και των ορέων Καμβούνια, Πιέρια και Όλυμπος προς νότο, των λιμνών Αχρίδα και Πρέσπες, και των ορέων Μπαμπούνα, Σκόμιον, Ροδόπη προς Βορρά, του ποταμού Νέστου, ανατολικά και των ορέων Γράμμος και Πίνδος, δυτικά, κατατμήθηκε εν μέρει, μεταξύ των παραπάνω Κρατών, όπως έχει εκτεθεί. Πρέπει να σημειωθεί ότι λόγο της ελευθέρας διακίνησης των πληθυσμών, κατά τους χρόνους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα, ιδίως στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, Βούλγαροι, σλαβόφωνοι, που είχαν σλαβική εθνική συνείδηση. Μετά την οριστικοποίηση των συνόρων, κατά τα προεκτεθέντα, οι περισσότεροι απ’ αυτούς διασκορπίσθηκαν στην περιοχή των Σκοπίων, ή μετανάστευσαν σε διάφορα Κράτη. Οι ολίγοι εναπομείναντες στην Ελλάδα και συγκεκριμένα, στους νομούς Φλώρινας και Έδεσσας, εδήλωσαν Ελληνική Εθνικότητα και έτσι, από την εποχή εκείνη έπαυσε να υπάρχει θέμα σλαβικής μειονότητας. Πριν από το 1944 “Μακεδονία” ως σλαβικό κράτος και “Μακεδονικό Έθνος”, ως ιδιαίτερη εθνότητα ήταν έννοιες παντελώς άγνωστες. Στις 2-8-1944, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, ο Κροάτης Τίτο δημιούργησε το Γιουγκοσλαβικό ομόσπονδο κράτος (ένα από τα έξι της τότε Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας που προέκυψε ως ενιαίο Κράτος το 1918), της λεγόμενης Δημοκρατίας της Μακεδονίας, με πρωτεύουσα τα Σκόπια. Έως τότε, οι κάτοικοι της περιοχής των Σκοπίων δεν είχαν ούτε σερβική, ούτε βουλγαρική, παρά τα φιλοβουλγαρικά αισθήματα των περισσότερων κατοίκων της και πολύ περισσότερο, δεν είχαν “μακεδονική” εθνική συνείδηση. Την τελευταία, τους έπεισε να την αποκτήσουν ο Τίτο, προκειμένου να αποκολλήσει τους Σκοπιανούς από το άρμα των Βουλγάρων, έχοντας ως απώτερο σκοπό, την σύσταση ενιαίου μακεδονικού κράτους, υπό σλαβικό μανδύα και την έξοδο της χώρας του στο Αιγαίο. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στην περίοδο του μεσοπολέμου, η κυβέρνηση του Βελιγραδίου υποστήριζε, ότι οι κάτοικοι της περιοχής Σκοπίων ήταν Σέρβοι. Αργότερα, όμως, για να υποβοηθηθεί η προσπάθεια “μακεδονοποίησης” του πληθυσμού της Λ. Δ. Μακεδονίας, που κατοικείτο τότε από ακαθόριστης εθνικότητας πληθυσμούς, με υπεροχή των σλαβόφωνων, αλβανόφωνων και τουρκόφωνων, έπρεπε να αναπτυχθούν όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν ένα λαό, ως διαφορετικό έθνος, δηλαδή η γλώσσα, η ιστορία και ο πολιτισμός. Καταρχήν, ιδιαίτερη φροντίδα δόθηκε στη λεγόμενη ” μακεδόνικη” γλώσσα, που αποτελείτο κατά βάση από λέξεις σλαβικής προέλευσης, εμπλουτισμένη και με ελληνικές αυτούσιες ή παραλλαγμένες, καθώς επίσης και λέξεις τουρκικές, βλάχικες, αλβανικές κ.λ.π. Το ιδίωμα αυτό στην ουσία ήταν η δυτική διάλεκτος της βουλγαρικής γλώσσας, την οποία ομιλούσαν οι κάτοικοι της περιοχής των Σκοπίων. Μετά το 1944, Σκοπιανοί γλωσσολόγοι προσπάθησαν να αφαιρέσουν όλα τα βουλγαρικά στοιχεία από τη διάλεκτο αυτή και να τα αντικαταστήσουν με λέξεις σερβοκροατικές, ώστε να μπορεί η λεγόμενη ” μακεδόνικη” γλώσσα, έτσι όπως εξελίχθηκε, να γίνει πλέον κατανοητή από τους σερβοκροατικούς πληθυσμούς της βόρειας Γιουγκοσλαβίας. Ακόμη δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στην εκ των υστέρων ” κατασκευή” της ιστορίας του “Μακεδονικού” έθνους. Το Δεκέμβριο του 1948 ιδρύθηκε στα Σκόπια το Ινστιτούτο Εθνικής Ιστορίας του Μακεδονικού Λαού. Το ενδιαφέρον των Σκοπιανών ιστορικών επικεντρώθηκε στην απόδειξη της υπάρξεως ενός ξεχωριστού “μακεδονικού” έθνους, έστω και αν το ” έθνος” τούτο, στο παρελθόν, δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Στη συνέχεια, οι πολιτικοί των Σκοπίων δεν περιορίσθηκαν στην προσπάθεια τους ” μακεδονοποίησης” του πληθυσμού της περιοχής. Για να ευαισθητοποιήσουν τα πλήθη, αλλά και τη Διεθνή Κοινότητα, δημιούργησαν μία “Μεγάλη ιδέα” περί πλήρους εθνικής αποκατάστασης του “Μακεδονικού” έθνους, διακηρύσσοντας ότι η Μακεδονία στο σύνολο της, δηλαδή τα τρία Βιλαέτια (περιφέρειες) της αυθαίρετης τότε διαίρεσης της τουρκικής Διοίκησης στη Μακεδονία, κατά τους χρόνους της Οθωμανικής κυριαρχίας, που είχαν ως πρωτεύουσες τη Θεσσαλονίκη, το Μοναστήρι και τα Σκόπια, είναι χώρα σλαβική, και ως προς την ιστορική της προέλευση και ως προς την εθνική της σύσταση. Γι’ αυτό (κατά τη “Μεγάλη Ιδέα”), πρέπει να ενωθεί και να αποτελέσει ένα ενιαία κράτος, δεδομένου ότι μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μόνο το Γιουγκοσλαβικό Τμήμα της Μακεδονίας αποκαταστάθηκε εθνικά, στα πλαίσια της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας (θεωρία του “αλυτρωτισμού”). Η προβολή αυτής της “Μεγάλης Ιδέας” στα Σκόπια και στο εξωτερικό δημιούργησε τις σημερινές προστριβές με την Ελλάδα, η οποία δεν είναι δυνατό να ανεχθεί αυτή την έστω “ακαδημαϊκή”, καταρχήν, προσβολή της ακεραιότητας του εδάφους της και της ομοιογένειας του πληθυσμού της, που επιχειρείται από την πλευρά των Σκοπίων. Εξάλλου, ουδείς πολιτισμένος λαός μπορεί να ανεχθεί την πλαστογράφηση της Ιστορίας του. Στην προσπάθεια αυτή των Σκοπίων που άρχισε μετά τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας, αφότου το κράτος των Σκοπίων απέκτησε οντότητα, το έτος 1991, εντάσσεται η διάδοση των παραπάνω ιδεών από διάφορους εθνικιστές μετανάστες, οι οποίοι, μέσω οργανώσεων και σωματείων, που δρουν κυρίως στο εξωτερικό (Αυστραλία, Καναδά, ΗΠΑ), με ομιλίες, συγκεντρώσεις, εκδηλώσεις πολιτιστικές κλπ παραπληροφορούν το κοινό, δημιουργώντας εσφαλμένες περί υπάρξεως “Μακεδονικού” έθνους και πολιτισμού, “μακεδονικής” γλώσσας και συνείδησης. Παράλληλα, καλλιεργούν και την ιδέα του “αλυτρωτισμού”, όπως προεκτέθηκε επιχειρώντας να δημιουργήσουν αποσχιστικές τάσεις, θέτοντας και το ανύπαρκτο θέμα της λεγόμενης “μακεδονικής μειονότητας” που ζεί στην Ελλάδα.» 24.-Η Ακαδημία Αθηνών ασχολήθηκε πολλές φορές κατά το παρελθόν με το Σκοπιανό και με βάση αυστηρά επιστημονικά κριτήρια. Και συγκεκριμένα αμέσως μετά την υποβολή του αιτήματος των Σκοπίων (8 Ιανουαρίου 1992) να ενταχθούν στα Ηνωμένα Εθνη με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Η Σύγκλητος της Ακαδημίας Αθηνών (με πρόεδρο, αντιπρόεδρο και γ.γ. τότε τους αείμνηστους Μ. Σακελλαρίου, Κ. Δεσποτόπουλο και Π. Θεοχάρη) αντέδρασε αμέσως με συνέντευξη που οργάνωσε στις 17 Ιανουαρίου 1992, δηλαδή έπειτα από μία εβδομάδα από την αίτηση των Σκοπίων. Στην ανακοίνωση της Συγκλήτου, που κοινοποιήθηκε στην κυβέρνηση, στα κόμματα, στις ξένες Ακαδημίες και στα πνευματικά ιδρύματα εντός και εκτός της χώρας, αναφερόταν ρητά:«Η πολιτική αξίωση της Δημοκρατίας των Σκοπίων να ονομασθεί “Μακεδονία” αντιβαίνει στα ιστορικά δεδομένα που είναι αποδεκτά από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα». Επίσης τονιζόταν ότι το κράτος των Σκοπίων δεν περιλαμβάνει παρά ελάχιστα τετραγωνικά χιλιόμετρα της ιστορικής Μακεδονίας (μεταξύ των ελληνικών συνόρων και του Μοναστηριού και περί τη Δοϊράνη). Η «ψευδεπίγραφη Μακεδονία» διεκδικεί την πραγματική Μακεδονία, που είναι τμήμα της Ελλάδας και κατοικείται από Έλληνες. Και κατέληγε πως «Η (πρώην) ομόσπονδη Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία έχει δικαίωμα να γίνει κυρίαρχο κράτος, δεν δικαιούται όμως να αποκτήσει με διεθνή αναγνώριση ένα πλεονέκτημα που δεν έχει κανένα κράτος στον κόσμο: Να χρησιμοποιεί ένα όνομα που και μόνο του προπαγανδίζει εδαφικές επιδιώξεις». 25.-Ο Υπουργός δεν έλαβε υπ’ όψη του τις ανακοινώσεις της Ακαδημίας Αθηνών: «Τα ονόματα Μακεδόνες και Μακεδονία ανάγονται στην αρχαιότητα» αναφέρει ανακοίνωση της συγκλήτου της Ακαδημίας, ήδη από την 17η Ιανουαρίου 1992, τότε που το σκοπιανό απασχολούσε και πάλι την Ελλάδα. «Έτσι κάθε χρήση τους στην εποχή μας παραπέμπει σε αρχαία δεδομένα, είτε νομίμως είτε καταχρηστικώς. Συντελείται κατάχρηση όταν το όνομα “Μακεδονία” αποδίδεται σε εδάφη που δεν κατοικήθηκαν από Μακεδόνες και δεν αποτέλεσαν τμήματα του μακεδονικού βασιλείου. Υπ’ αυτές τις συνθήκες η γνώση των αρχαίων δεδομένων δεν είναι απλή επιστημονική περιέργεια. Οι αδέσμευτοι ερευνητές συμφωνούν ότι το μέγιστο μέρος της μέχρι τώρα ομόσπονδης δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας που διεκδικεί το γεωγραφικό όνομα “Μακεδονία” και το εθνικό όνομα “Μακεδόνες” εκτείνεται ως επί το πλείστον σε εδάφη όπου κατά την αρχαιότητα κατοικούσαν όχι Μακεδόνες, αλλά Παίονες, Δάρδανοι και άλλοι λαοί. Η σημερινή πόλη των Σκοπίων είναι στην αρχαία Δαρδανία. Οι Δάρδανοι παρέμειναν έως το τέλος οι αμείλικτοι εχθροί των Μακεδόνων, από τους οποίους, όπως παραστατικά γράφει ένας Λατίνος ιστορικός, τους εχώριζε “άσβεστο μίσος” (odium immortale). Οι Παίονες έμειναν και αυτοί ως επί το πλείστον ανεξάρτητοι. Στα διαστήματα που ήσαν υποτελείς των Μακεδόνων, δεν έπαυαν να έχουν δικούς τους βασιλείς και τα νομίσματά τους να φέρουν το εθνικό ΠΑΙΟΝΩΝ, αντί του εθνικού ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ. Έτσι τα βόρεια σύνορα του μακεδονικού βασιλείου δεν ξεπέρασαν ποτέ την Ηράκλεια (Μοναστήρι-Βιτώλια), τις κορυφογραμμές του όρους Βαρνούς (Nidze), τις Ιδομενές (στο ύψος της Γευγελής) και το όρος Όρβηλος (Μπέλες). Επομένως η σημερινή ομόσπονδη δημοκρατία με το όνομα της Μακεδονίας δεν περιλαμβάνει παρά ελάχιστα τετραγωνικά χιλιόμετρα της ιστορικής Μακεδονίας (μεταξύ των ελληνικών συνόρων και του Μοναστηριού, και περί την Δοϊράνη)» 26.-Κατόπιν, η σύγκλητος της Ακαδημίας υπεισέρχεται στα κίνητρα, αναφέροντας: «Επί πλέον του ότι δεν έχει δικαίωση, η ως άνω χρήση των ονομάτων “Μακεδόνες” και “Μακεδονία”, δεν έχει καν αθώα κίνητρα: Η ψευδεπίγραφη “Μακεδονία” διεκδικεί την πραγματική Μακεδονία, που είναι τμήμα της Ελλάδας και κατοικείται από Έλληνες. Ήδη η ομόσπονδη δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (σ.σ. εκεί υπάγονταν τα Σκόπια το 1992) με το όνομα “Μακεδονία” έχει προπαγανδίσει την ιδέα απελευθερώσεως της “υπόδουλης” Μακεδονίας. Ένα ανεξάρτητο κράτος με το όνομα “Μακεδονία” θα συνεχίσει με μεγαλύτερη έμφαση αυτήν τη εκστρατεία. Η ομόσπονδη γιουγκοσλαβική δημοκρατία έχει δικαίωμα να γίνει κυρίαρχο κράτος. Δε δικαιούται όμως να αποκτήσει με διεθνή αναγνώριση ένα πλεονέκτημα που δεν έχει κανένα κράτος στον κόσμο: Να χρησιμοποιεί ένα όνομα που και μόνο του προπαγανδίζει εδαφικές επιδιώξεις.» 27.-Αρκετά χρόνια μετά, το 2008, η Ακαδημία επανέρχεται με άλλη ανακοίνωση στην οποία είναι πιο αναλυτική. Όπως λέει, «η Μακεδονία αποτελεί σήμερα γεωγραφική ζώνη, τα όρια της οποίας εκτείνονται σε περισσότερα του ενός κράτη της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Το αρχαίο ελληνικό όνομα “Μακεδονία” φέρει μια συγκεκριμένη περιφέρεια της σύγχρονης Ελλάδος. Υπό το όνομα Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΣΔΜ) λειτούργησε ένα από τα ομόσπονδα κράτη που συναποτελούσαν την πρώην Γιουγκοσλαβία. Το όνομα όμως της Μακεδονίας έφερε, αρχικά, επί μακρούς αιώνες κατά την αρχαιότητα, η περιοχή η οποία ταυτίζεται -κατά περίπου 90%- με τη σημερινή ελληνική επαρχία της Μακεδονίας. Η τυχόν απόδοση του ονόματος αυτού σε ένα ανεξάρτητο κράτος, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό που να αντανακλά σαφώς τις γεωγραφικές και ιστορικές αυτές πραγματικότητες, συνεπάγεται τον κίνδυνο να διεκδικήσει το συγκεκριμένο κράτος και μάλιστα κατ’ αποκλειστικότητα τη χρήση του όρου “Μακεδονία” ή των παραγώγων του στην ιστορία, τον πολιτισμό, τις εκδηλώσεις της καθημερινής πολιτικής και κοινωνικής ζωής κ.λπ.» 28.-Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο της Ακαδημίας, «η κλασική Μακεδονία του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου εκτεινόταν προς βορρά στα εδάφη της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας, καθώς και σε ολίγα χιλιόμετρα εντός της ΠΓΔΜ και της Βουλγαρίας. Μέσω κάθε μορφής ιστορικών πηγών και αρχαιολογικών ευρημάτων μαρτυρείται ότι οι τότε Μακεδόνες συμπεριελάμβαναν την επικράτειά τους μεταξύ των άλλων ελληνικών χωρών. Τα πρώτα σλαβικά φύλα, τα οποία, αυτονόητα, ουδεμία είχαν σχέση με τους παλαιότερους κατοίκους της περιοχής, κατήλθαν στη Βαλκανική μετά δέκα αιώνες, κατά τον 7ο μ.Χ. αιώνα. Η παραμονή τους έκτοτε στο νότιο τμήμα της Χερσονήσου συνέβαλε στη βαθμιαία διαμόρφωση των σλαβικών εθνών χωρίς να υπάρξει έως τη σύσταση, κατά τον 19ο αιώνα, και την πρώτη ανάπτυξη των σλαβικών κρατών της περιοχής -της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και της Βουλγαρίας- αναφορά σε ιδιαίτερο “Μακεδονικό” έθνος. Χαρακτηριστικά, ακόμη και κατά την επαύριο του Αʼ Παγκοσμίου Πολέμου ούτε οι εκπρόσωποι των βαλκανικών κρατών, αλλά ούτε και οι οικοδόμοι της ειρήνης -προεξάρχων ο Γούντροου Ουίλσον- οραματιστές μιας διεθνούς κοινωνίας συγκείμενης ακριβώς από κράτη-έθνη έκαμαν την παραμικρή νύξη σε έθνος “Μακεδόνων”. Η ύπαρξή του επιδιώχθηκε να τεκμηριωθεί στο πλαίσιο της συγκρότησης από τον στρατάρχη Τίτο της νέας ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας κατά την επαύριο του Βʼ Παγκοσμίου Πολέμου. Η επιτυχία, μάλιστα, του τολμηρού εγχειρήματος της εθνικής μετάλλαξης των σλάβων κατοίκων της συγκεκριμένης γεωγραφικής ζώνης θα ήταν άκρως δυσχερής χωρίς την προπαγάνδα που επί ήμισυ, σχεδόν, αιώνα ασκήθηκε υπό καθεστώς ολοκληρωτικό.» 29.-Στην ίδια ανακοίνωση καταγράφεται πως ο χαρακτηρισμός «των κατοίκων της περιοχής αυτής ως Μακεδόνων δεν προσέλαβε εθνικό περιεχόμενο κατά τους νεώτερους χρόνους έως και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η προβολή, κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, των σερβικών και βουλγαρικών διεκδικήσεων επί των εδαφών που κατοικούνταν κατά πλειοψηφία από το σλαβικό στοιχείο συνάπτεται οπωσδήποτε με το γεγονός της πληθυσμιακής υπεροχής στη συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη. Είναι όμως αυτονόητη η εφαρμογή της ίδιας αρχής και στα περισσότερο εκτεταμένα εδάφη της νότιας Μακεδονίας που κατοικούνται από Έλληνες.» 30.-Τελικά απορρίπτει την ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» ή «Άνω Μακεδονία» για τα Σκόπια η Ακαδημία Αθηνών. Αποδέχεται μόνο τους όρους «Σλαβομακεδονία» ή «Νέα Μακεδονία», και μάλιστα σε μια λέξη στη σκοπιανή γλώσσα, «Novomakedonija». 31.-Η Ακαδημία Αθηνών συζήτησε το επίμαχο ζήτημα της ονομασίας της FYROM σε κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίασή της στις 11 Νοεμβρίου 2004.Τα κυριότερα αποσπάσματα της απόφασης της Ακαδημίας τα παρουσίασε το «ΠΑΡΟΝ» τις 27/07/2008. Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, η απόφαση εστάλη στον τότε υπουργό Εξωτερικών Πέτρο Μολυβιάτη. Στο ιστορικό, απόρρητο κείμενό της η Ακαδημία υπογραμμίζει ότι οποιαδήποτε άλλη ονομασία, πλην των δύο προαναφερθεισών, δεν επιλύει το πρόβλημα, αλλά αντίθετα το περιπλέκει. Ειδικότερα, η Ακαδημία απορρίπτει κατηγορηματικά τους λεγόμενους γεωγραφικούς προσδιορισμούς «Βόρεια» ή «Άνω» Μακεδονία, διότι, όπως επισημαίνει, «δημιουργούν συνειρμούς εκθρεπτικούς διεκδικήσεων εκ μέρους των Σκοπίων επί του συνόλου της συνολικής Δυτικής Μακεδονίας». Τα κυριότερα αποσπάσματα αυτής της απόρρητης ιστορικής απόφασης της Ακαδημίας Αθηνών έχουν ως εξής: 32.-Η Ακαδημία Αθηνών συνεζήτησε εισήγηση μέλους της με θέμα την καταλληλότερη ονομασία της πρώην γιουγκοσλαβικής δημοκρατίας της Μακεδονίας, προ ημερησίας διατάξεως, κεκλεισμένων των θυρών, την 11η Νοεμβρίου 2004. Η εν λόγω εισήγηση περιλαμβάνει τρία μέρη: 1) Μακεδονία και «Μακεδονία». 2) Η πολιτική εκμετάλλευση των ονομάτων «Μακεδονία» και «Μακεδόνες». 3)Κρίσεις για τις προτεινόμενες λύσεις. Το τελευταίο μέρος έχει ως εξής: α. «Βόρεια Μακεδονία» και «Άνω Μακεδονία». Και ο ένας και ο άλλος όρος, πρώτον, αυτομάτως εξυπονοεί τμήματα μιας ψευδο-«Μακεδονίας» (βλ. μέρος 1) και, δεύτερον, θα διαιωνίσει τις συγχύσεις που ήδη επικρατούν σε ευρείας διαδόσεως πληροφορικά όργανα, όπως οι εγκυκλοπαίδειες και το διαδίκτυο (βλ. μέρος 2). Ο όρος «Άνω Μακεδονία» είναι φευκτέος και για ειδικούς λόγους, συνδεόμενους με την ιστορία του. Κατά την αρχαιότητα, σήμαινε περιοχή που αντιστοιχεί με τους σημερινούς νομούς Κοζάνης, Γρεβενών, Καστοριάς και Φλωρίνης και όπου περιορίζονταν οι Μακεδόνες πριν εξαπλωθούν στην πεδινή Μακεδονία. Αυτά μαρτυρούνται από τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη και επαναλαμβάνονται στην επιστημονική βιβλιογραφία. Κατατέθηκαν φωτοαντίγραφα των σχετικών χωρίων των αρχαίων συγγραφέων, καθώς και των σελίδων 227 κεξ. της κλασικής μονογραφίας της Φανούλας Παπάζογλου, «Villes de Macedoine a I’epoque romaine», 1988, όπου σχολιάζονται οι αρχαίες μαρτυρίες και τα συμπεράσματα των νεωτέρων ερευνητών. Όπως είναι φανερό, η ομωνυμία «Άνω Μακεδονία» για το κράτος των Σκοπίων και «Άνω Μακεδονία» για τμήμα της γνήσιας Μακεδονίας, και δη το αρχαιότερό του, θα δημιουργεί συνειρμούς εκθρεπτικούς διεκδικήσεων εκ μέρους των Σκοπίων επί του συνόλου της ελληνικής Δυτικής Μακεδονίας. β. «Νέα Μακεδονία». Η ονομασία «Νέα Μακεδονία» είναι η ολιγότερο επιβλαβής λύση. Ναι μεν διατηρεί το όνομα «Μακεδονία», αίρει όμως τις πλείστες από τις επιζήμιες επιπτώσεις του. Πρώτον, «Νέα Μακεδονία» δεν είναι η Μακεδονία, όπως το Νέο Ψυχικό δεν είναι το Ψυχικό. Δεύτερον, κόβει την ιστορική συσχέτιση του κράτους των Σκοπίων με την αρχαία Μακεδονία και τη γεωγραφική ταύτισή του με μέρος της γνήσιας Μακεδονίας. Τρίτον, τερματίζει τη συστέγαση πληροφοριών για την αρχαία (και συνάμα σημερινή ελληνική) Μακεδονία και για τη «Μακεδονία» του 19ου αιώνα (κατά ένα μέρος της, αλλότρια προς την αρχαία Μακεδονία). Λεξικά και διαδίκτυο θα έχουν δύο λήμματα χωριστά, και απομακρυσμένα μεταξύ τους: «Macedonia» και «New Macedonia», «Macedoine» και «Nouvelle Macedoine», «Mazedonien» και «Neu-Mazedonien» και ούτω καθεξής. Κατά την επακολουθήσασα συζήτηση, ο εισηγητής και οι περισσότεροι από τους παρεμβάντες συμφώνησαν να αποφευχθεί η δημοσιοποίηση της εισηγήσεως και των διαμειφθέντων, αλλά να τεθούν υπόψη των αρμοδίων, τηρουμένων των εξής αρχών: Η Ακαδημία δεν διατυπώνει λόγον εις τα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Εν τούτοις, έχει εκ τουΝ.4398/1929 (εισαγωγή και άρθρο 1γ) το προνόμιο και το χρέος να εισηγείται στην κυβέρνηση επί ζητημάτων μείζονος σημασίας. Επί της ουσίας, και η Ακαδημία φρονεί ότι έχει επιστεί ο καιρός προς επίλυσιν του προβλήματος και ότι η παράταση της εκκρεμότητος όχι μόνον δεν ωφελεί, αλλά αποβαίνει οσημέραι βλαπτικότερη. Υπό την παρούσα συγκυρία, η Ελλάς δεν μπορεί να απαιτήσει τη λύση που αποφασίσθηκε από τους πολιτικούς αρχηγούς το 1992. Βάσει της εισηγήσεως, η ολιγότερον βλαπτική ονομασία είναι «Νέα Μακεδονία», ει δυνατόν σε μία λέξη: «Novomakedonija». Η Ακαδημία, λαμβάνοντας υπόψη τα μέρη 1 και 2 της εισηγήσεως, διατυπώνει την ευχή να χαραχθεί από την Πολιτεία μακροχρόνιο σχέδιο προς αντιμετώπιση της οικειοποιήσεως εκ μέρους της FYROM μέρους της ημετέρας ιστορίας και των, βάσει αλυτρωτικών συνθημάτων, διεκδικήσεών της επί εδαφών συνεχώς κατοικουμένων από Έλληνες επί τέσσερες χιλιετίες. Η Ακαδημία, εάν κληθεί, θα συνεργασθεί επί καθαρώς επιστημονικού επιπέδου. 33.-Σημερινή κατάσταση Ο διεθνής παράγων (κυρίως ΗΠΑ και ΕΕ) τάσσεται υπέρ της σταθερότητος στην περιοχή και σ’ αυτό -νομίζει- θα συνέβαλε το κλείσιμο του θέματος μ’ ένα όνομα που πιστεύεται ότι δίδει βιωσιμότητα στο κράτος των Σκοπίων. Γεγονός είναι ότι δεν μπορείς να επιτύχεις την ονομασία ενός κράτους κατά την επιθυμία σου και το Δ. Δίκαιον δεν συνηγορεί σ’ αυτό. Όμως και το κράτος των Σκοπίων, αν όντως επιθυμεί την ειρήνη στην περιοχή, δεν μπορεί με την αδιαλλαξία του να διαταράσσει τους όρους καλής γειτονίας και συνεργασίας με τον κυριότερο γείτονά του. Γιατί επί του θέματος να φαίνεται στα μάτια τρίτων η Ελλάδα ως «ταραξίας» και όχι τα Σκόπια; Ίσως διότι δεν καταστήσαμε σαφές στους τρίτους το «δίκαιόν» μας, ίσως διότι δεν πείσαμε για τους κινδύνους ως προς την ειρήνη στην περιοχή, που συνεπάγεται η συνταγματική ονομασία και σήμερα ευρισκόμεθα προ αδυναμιών υπεράσπισης της θέσης μας. Ήδη διεξάγεται διάλογος υπό τον ΟΗΕ και οι υπάρχουσες πληροφορίες (δημοσιογραφικές κυρίως) ομιλούν για πιέσεις που δεχόμεθα και για προτεινόμενες ονομασίες («Νέα Δημοκρατία της Μακεδονίας – Σκόπια ή απλώς «Δημοκρατία της Μακεδονίας – Σκόπια»), που δύσχρηστες στην πράξη καθώς είναι, θα περιορισθούν στη λέξη «Μακεδονία» και μόνον. Η πρόταση Νίμιτς για αναγνώριση του συνταγματικού ονόματος «Δημοκρατία της Μακεδονίας», με διεθνή χρήση του ονόματος «Δημοκρατία της Μακεδονίας – Σκόπια», σε τίποτε δεν βελτιώνει το θέμα, μάλλον το καθιστά πλέον επιζήμιο. Τελικά και αυτή εξουδετερώνεται από τον όρο της απαγόρευσης χρήσης του όρου «Μακεδονία» και των παραγώγων του, που δείχνει ότι το θέμα δεν αντιμετωπίζεται με τη δέουσα υπευθυνότητα. Κατά την ουσία του θέματος (όπως εξετέθη υπό την επικεφαλίδα «Αιτία της Διαφοράς»), η Ελλάδα καλείται πλέον να υπερασπίσει την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά της από αλλοτρίωση με οδυνηρές συνέπειες. Προ αυτού του ενδεχομένου, καίτοι στερούμεθα σωστής πληροφόρησης και γνώσης των διαθέσεων των ΗΠΑ και της ΕΕ και των υπ’ αυτών ασκουμένων πιέσεων στη χώρα μας, ώστε να εκτιμήσουμε τα πιθανά περιθώρια συμβιβασμών που θα μπορούσαν να γίνουν, σταθερά παραμένει η άποψη ότι η βιωσιμότητα του κράτους των Σκοπίων και η σταθερότητα στην περιοχή είναι ανεπίτρεπτο να αποδεχθούμε να γίνουν αναλώμασι της ιστορίας μας και του πολιτισμού μας, συμβάλλοντες στη δημιουργία σοβαρών προβλημάτων για τις επόμενες γενιές Ελλήνων. 34.-Ακόμα κι αν αποστασιοποιηθούμε από την απόφαση των Πολιτικών Αρχηγών του 1992, ύστερα από την τροπή που έχουν λάβει τα πράγματα, και δεχθούμε ένα σύνθετο όνομα που να περιλαμβάνει τον όρο «Μακεδονία», αυτός θα πρέπει να δηλώνει γεωγραφικό προσδιορισμό ή να διαχωρίζει χρονικά το σημερινό κράτος των Σκοπίων από την ελληνική (μακεδονική) ιστορία. Κατόπιν των ανωτέρω εκτεθέντων, εισηγούμεθα: Α. Την αποδοχή δύο ονομασιών. Κατά κύριον λόγον του ονόματος «Σλαβομακεδονία» ή «Δημοκρατία της Σλαβομακεδονίας» (γεωγραφικός προσδιορισμός η Μακεδονία και σλαβικός ο εθνοτικός) και κατά δεύτερον λόγον του ονόματος «Νέα Μακεδονία» σε μία λέξη στη σκοπιανή γλώσσα, «Novomakedonija» ( διότι διαχωρίζει ιστορικά τη Μακεδονία). Οποιαδήποτε άλλη ονομασία δεν επιλύει το πρόβλημα, αλλά το περιπλέκει. Β. Εφόσον οι ανωτέρω ονομασίες δεν επιτυγχάνονται, τότε να μη συναινέσουμε στο κλείσιμο του θέματος (να μείνει ανοικτό από δικής μας πλευράς), να καταγγελθεί η ενδιάμεση συμφωνία, να παύσει οποιαδήποτε μεσολαβητική προσπάθεια και να εφαρμοσθεί πολιτική σχέσεων με το κρατίδιο των Σκοπίων, η οποία να προστατεύει την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά μας και να υπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας κατά τον καλύτερο τρόπο, σε αναμονή πλέον ευνοϊκών συνθηκών για την επίλυση του θέματος. 35.-Ο Υπουργός δεν έλαβε υπ’ όψη του, την διαυγή, συντριπτική και πλήρη, από 28/3/1992 επιστολή επί του θέματος των 6 πνευματικών ταγών της πατρίδας μας το 1992 στην «Ελευθεροτυπία» 28 Μαρτίου 1992. «ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΨΥΧΗ ΜΑΣ». ΚΟΙΝΗ ΔΗΛΩΣΗ – ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΕΞΙ ΕΛΛΗΝΩΝ. Του ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ, της ΜΕΛΙΝΑΣ ΜΕΡΚΟΥΡΗ, της ΕΛΕΝΗΣ ΓΛΥΚΑΤΖΗ – ΑΡΒΕΛΕΡ, του ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΣΑΤΣΟΥ, του ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΥ ΜΑΝΕΣΗ και του ΓΙΑΝΝΗ ΓΕΩΡΓΑΚΗ. «Στην Ελληνική μυθολογία με το όνομα Μακεδών είναι γνωστά τα παρακάτω δύο διαφορετικά πρόσωπα: «1. Γιος του Δία και της Θυίας, κόρης του Δευκαλίωνα (ή της Αιθυίας). Ο Μακεδών ήταν αδελφός του Μάγνητα και χαρακτηρίζεται από τον Ησίοδο ως «ιππιοχάρμης» (αυτός που μάχεται από το άρμα του). Ο Μακεδών πήρε ως σύζυγό του την Ωρείθυια, κόρη του Κέκροπα, και απέκτησαν μαζί τον Ευρωπό. Σύμφωνα όμως με άλλη παράδοση, ο Μακεδών πήρε αυτόχθονα γυναίκα της Θράκης (γυναίκα που την ονόμασαν αργότερα «Μακεδονία») και απέκτησαν μαζί δύο γιους, τον Πίερο και τον `Ημαθο ή Άμαθο. 2. Ο ένας από τους 50 γιους του Λυκάονα, πατέρας του Πίνδου και κατά μία άποψη επώνυμος ήρωας της Μακεδονίας. Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις, ο γενάρχης και επώνυμος των Μακεδόνων ήταν γιος του Αιόλου ή «γηγενής». «Οι υπογραφόμενοι θεωρούμε υποχρέωσή μας τόσο απέναντι στην ιδιαίτερη πατρίδα μας, την Ελλάδα, όσο και στη μεγαλύτερη πατρίδα μας, την Ευρώπη, να απευθυνθούμε σε σας και να θέσουμε υπόψη σας τα ακόλουθα: Σας είναι ασφαλώς γνωστή η προσπάθεια που άρχισε παλιότερα και συστηματοποιήθηκε μετά το 1944 με την ίδρυση, στο πλαίσιο της Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, ενός ομόσπονδου κρατιδίου υπό το όνομα ”Δημοκρατία της Μακεδονίας” με αποκλειστικό στόχο, τότε και τώρα, την αμφισβήτηση των ελληνικών συνόρων, εντός των οποίων περικλείεται η ελληνική Μακεδονία, ως περιοχή της βόρειας Ελλάδας, με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη, κατοικούμενη από αμιγώς ελληνικό πληθυσμό. Μέχρι σήμερα η αυθαίρετη χρήση της ιστορικής ονομασίας “Μακεδονία” από το ομόσπονδο κρατίδιο των Σκοπίων αποτελούσε, τυπικά τουλάχιστον, εσωτερική υπόθεση της Γιουγκοσλαβίας. Από τη στιγμή όμως που θα συμβεί να αναγνωρισθούν τα Σκόπια ως χωριστό κυρίαρχο κράτος, υποκείμενο του διεθνούς δικαίου, και αποκτήσουν έτσι διεθνή υπόσταση ως “Μακεδονία“, η επιβουλή κατά της Ελλάδας καθίσταται κατάφωρη και αναπόφευκτη. Διότι αυτό το νέο κράτος με το όνομα “Μακεδονία”, καθώς δεν καλύπτει το σύνολο αλλά μέρος μόνο του εθνικού γεωγραφικού χώρου τον οποίο υποδηλώνει το όνομά του, θα τείνει, τόσο αντικειμενικά όσο και υποκειμενικά, να λειτουργεί ως “εθνικό κέντρο”, πράγμα που συνεπάγεται “δυνάμει” εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος γειτονικών κρατών, καλλιεργώντας έτσι τον αλυτρωτισμό των κατοίκων του, παρά το ότι αυτοί διαφέρουν εθνολογικά (είναι Σλάβοι, Αλβανοί και Τούρκοι) από τους κατοίκους της ελληνικής Μακεδονίας. Η ειρήνη στα Βαλκάνια προϋποθέτει το σεβασμό των συνόρων. Η χρήση της ονομασίας “Μακεδονία” από ένα αναβαθμισμένο σε ανεξάρτητο πλέον κράτος των Σκοπίων συνιστά απροκάλυπτη αμφισβήτηση των ελληνικών συνόρων, μια αμφισβήτηση που δεν εκτοπίζεται και δεν εξουδετερώνεται ούτε με διεθνή σύμφωνα ούτε με συνταγματικές διατάξεις. Με το σφετερισμό και την ιδιοποίηση της ονομασίας ”Μακεδονία” τα Σκόπια -αν το κράτος τους τύχει της αναγνώρισής σας- δημιουργούν ένα πλάσμα (fiction), το οποίο θα δηλώνει καθημερινά στη διεθνή κοινότητα και θα καλλιεργεί στους κατοίκους του, ως “εθνικό όραμα” την προοπτική μιας “ενιαίας Μακεδονίας”, τμήμα της οποίας θα θεωρείται και η λεγόμενη “Μακεδονία του Αιγαίου” -όπως σκοπίμως και μονίμως αποκαλούν την ελληνική Μακεδονία- με στόχο το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, μιας πόλης που κατοικείται 100% από Έλληνες. Τέτοια ήταν άλλωστε, καθώς το μαρτυρούν πάμπολλα στοιχεία, η προοπτική και αρχικά, όταν το 1944 ο Τίτο ίδρυσε το ομόσπονδο κρατίδιο της “Μακεδονίας” και κατασκεύασε αντίστοιχη “εθνότητα”. Ενόψει όλων των ανωτέρω, η εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας τυχόν αναγνώριση του κράτους των Σκοπίων με την ονομασία ”Μακεδονία” θα αποτελούσε επίσημη αμφισβήτηση των συνόρων της Ελλάδας και συνακόλουθα βαρύτατο πλήγμα κατά ενός μέλους της Κοινότητας. Ο ελληνικός λαός -αυτό το έδειξαν και οι 1.000.000 διαδηλωτές που ξεχείλισαν τους δρόμους της μακεδονικής μας πρωτεύουσας, της Θεσσαλονίκης, στις 14 Φεβρουαρίου- δεν ξέρουμε κατά πόσο θα μπορέσει να παραμείνει απαθής μπροστά σ’ αυτή την απειλή κατά της εδαφικής του υπόστασης και της εδαφικής του ακεραιότητας. Θα πρόκειται άλλωστε για απειλή και για την Ευρώπη και πάντως για την ειρήνη στην περιοχή των Βαλκανίων. Ελπίζουμε ότι θα θελήσετε να λάβετε υπόψη σας όσα θεωρήσαμε σκόπιμο, όχι από απλή ευαισθησία, αλλά ως ηθική, νομική και πολιτική υποχρέωσή μας να θέσουμε υπόψη σας. Για μας η ψυχή μας είναι το όνομά μας. Παρακαλούμε να δεχθείτε την έκφραση της διακεκριμένης υπόληψής μας» . (τέλος της επιστολής των 6)………………………………………………………………………… 36.-Όπως έχω αναλύσει διεξοδικά σε άρθρο μου που δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο καθώς και σε ναυτικό περιοδικό, ο Τίτο ήταν ο νονός των Σκοπίων με το όνομα της «Μακεδονίας». Ακολουθεί το άρθρο: «Ο κομμουνιστής νονός (Τίτο) της ¨Δημοκρατίας της Μακεδονίας¨» Άρθρο του Π. Σταμάτη* Η Γιουγκοσλαβία ήταν ένα κράτος της Ευρώπης στο δυτικό μέρος των Βαλκανίων κατά το μεγαλύτερο διάστημα του 20ου αιώνα. Σχηματίστηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο το 1918 με το όνομα Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων μετά τη συγχώνευση του προσωρινού Κράτους των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων (που αυτοανακυρήχθηκε μετά την διάλυση της πρώην Αυστροουγγαρίας) με το ανεξάρτητο Βασίλειο της Σερβίας. Η σερβική βασιλική οικογένεια της Καραγεώργεβιτς έγινε η δυναστεία του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων. Το Βασίλειο κέρδισε τη διεθνή του αναγνώριση στις 13 Ιουλίου του 1922 στη Διάσκεψη των Πρεσβευτών στο Παρίσι. Η χώρα ονομάστηκε έτσι από τους Νότιους Σλαβικούς λαούς που σχημάτισαν την πρώτη τους ένωση, μετά από αιώνες στους οποίους τα εδάφη τους ήταν μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Αυστροουγγαρίας. Μετονομάστηκε σε Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας στις 3 Οκτωβρίου 1929 και στις 6 Απριλίου 1941 οι δυνάμεις του Άξονα εισέβαλαν στην Γιουγκοσλαβία και τη διαμέλισαν. Το 1943 ανακηρύχθηκε η Δημοκρατική Ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία από τους Γιουγκοσλάβους Παρτιζάνους. Το 1944, ο βασιλιάς τους αναγνώρισε ως νόμιμη κυβέρνηση, αλλά το Νοέμβριο του 1945 η μοναρχία καταργήθηκε. Η Γιουγκοσλαβία μετονομάστηκε σε Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας το 1946, όταν και σχηματίστηκε η κομμουνιστική κυβέρνηση. Στις 2 Μαρτίου του 1945, στην ελεύθερη Γιουγκοσλαβία εγκαταστάθηκε τριμελής αντιβασιλεία. Ως ηγέτης του Εθνικού Μετώπου ο Τίτο ανέλαβε πρωθυπουργός (7 Μαρτίου του 1945). Τον Αύγουστο, διακήρυξε πως η βασιλεία είναι ασυμβίβαστη με την εθνική κυριαρχία. Στις εκλογές (11 Νοεμβρίου του 1945), το Εθνικό Μέτωπο πήρε 6.725.000 ψήφους έναντι 707.000 της αντιπολίτευσης. Η κάλπη έδινε στον Τίτο παντοκρατορία. Η εθνοσυνέλευση (29 Νοεμβρίου του 1945) κήρυξε τον βασιλιά έκπτωτο και ανάγγειλε τη δημιουργία της Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Ομόσπονδα κράτη ανακηρύσσονταν τα Σερβία, Κροατία, Σλοβενία, Βοσνία – Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο και Μακεδονία, ένα κομμάτι γης που αφαιρέθηκε από τη Νότια Σερβία. Με λυμένα τα «τεχνικά ζητήματα», οι Γιουγκοσλάβοι ρίχτηκαν στην οικοδόμηση του σοσιαλιστικού κράτους. Παράλληλα, ξανάβγαλε στην επιφάνεια ένα παλιό σχέδιο για ομοσπονδία με τη Βουλγαρία, την Αλβανία και (αντί για τη Ρουμανία που αρχικά προβλεπόταν) την Ελλάδα, «μόλις νικούσαν οι αντάρτες». Ο ηγέτης της Βουλγαρίας, Δημητρώφ, το συζητούσε. Ο Στάλιν κάλεσε και τους δυο στη Μόσχα (Ιανουάριος του 1948). Ο Δημητρώφ πήγε. Ο Τίτο έστειλε τον Μίλαν Τζίλας. Το τι ειπώθηκε ανάμεσα στους τρεις, μας είναι γνωστό από το βιβλίο του Τζίλας «Συνομιλίες με τον Στάλιν». Σύμφωνα με τα όσα ο Τζίλας γράφει, ο Στάλιν τους έβαλε τις φωνές απορρίπτοντας τα σχέδιά τους για ομοσπονδία και τους κατηγόρησε ότι θέλουν να υποκαταστήσουν τη Σοβιετική Ένωση. Ο Τίτο δε φαινόταν να έχει ιδιαίτερες δυσκολίες με τις εθνότητες και με την εθνική καθαρότητα. Τέσσερα χρόνια πριν από την επίσημη αναγνώριση της ύπαρξης «μακεδονικού έθνους» με κρατική οντότητα, είχε αναγνωρίσει και την ύπαρξη «μουσουλμανικής εθνότητας» στη Βοσνία. Μόνο που τότε κανένας δεν είχε πρόβλημα. Ήταν στα 1941, όταν η Βοσνία δόθηκε στην «ανεξάρτητη» Κροατία ως αντιπαροχή για την αφαίρεση της Δαλματίας, που πήραν οι Ιταλοί. Οι επικεφαλής των μουσουλμάνων έσπευσαν να συνεργαστούν με τους Ουστάσι της Κροατίας, αλλά πολύ σύντομα ο Τίτο και οι παρτιζάνοι του εγκαταστάθηκαν στη Βοσνία και δημιούργησαν ελεύθερες ζώνες. Ο Τίτο ζήτησε τη βοήθεια των μουσουλμάνων κατοίκων της περιοχής και τους υποσχέθηκε αναγνώριση ως χωριστή εθνότητα. Έτσι, στη χώρα βρέθηκαν Σέρβοι, Κροάτες και ξεχωριστά οι μουσουλμάνοι. Στα ενδιάμεσα, ο Τίτο δε δίστασε να ανοίξει τα σύνορα του Κοσσυφοπεδίου προς την Αλβανία και να δεχτεί την εγκατάσταση χιλιάδων Αλβανών, που έφτασαν να αποτελούν την πλειοψηφία των κατοίκων. Ως τότε, το Κοσσυφοπέδιο παρέμενε αδιαφιλονίκητα σερβικό έδαφος. Με όλα τούτα, όμως, στο παλιό βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων είχαν προκύψει ακόμα τρεις εθνότητες: Οι «Αλβανόφωνοι», οι «μουσουλμάνοι» και οι «Μακεδόνες», χωρίς να λογαριάζονται οι Σέρβοι του Μαυροβουνίου. Ο ανταγωνιστής σύντροφος Στάλιν τα είχε καταφέρει με τις εθνότητες της Σοβιετικής Ένωσης, πριν να γίνει αρχηγός του κράτους. Ο Τίτο πίστευε πως κι αυτός μπορούσε. Το τι πραγματικά πέτυχαν και οι δυο φάνηκε ανάγλυφο μετά το 1989, αλλά κανένας τους δε ζούσε να το δει. Όμως, για τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, ένας νέος μπελάς, αθέατος για την ώρα, ξεπρόβαλλε στον ορίζοντα: Η πανίσχυρη πια Δυτική Γερμανία ξαναθυμόταν την έξοδό της στη Μεσόγειο μέσα από ένα τελικό πλήγμα στους αλαζόνες της μισητής Σερβίας: Από το 1971, η προσπάθειά της ήταν να ενισχύσει τις εθνικές αντιθέσεις στους κόλπους της ομοσπονδίας. Οι Γερμανοί δεν περιορίζονταν πια στη χρηματοδότηση των εμιγκρέ Ουστάσι αλλά πλησίαζαν και τους «εθνικοκομμουνιστές» της Κροατίας και τους Αλβανόφωνους στο Κοσσυφοπέδιο. Βοήθησε κι ο ίδιος ο Τίτο με το νέο σύνταγμα που απέκτησε η ομοσπονδία (21 Φεβρουαρίου του 1974): Το Κοσσυφοπέδιο ανακηρύχθηκε ισότιμη αυτόνομη περιοχή, όπως και η Βοϊβοντίνα, κι ουσιαστικά έγινε νέο κράτος μέσα στο κράτος της Σερβίας. Ο Τίτο πέθανε στις 4 Μαΐου του 1980. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ξεκίνησε περίπου δέκα χρόνια αργότερα. Μετά τη διάλυση, οι δημοκρατίες της Σερβίας και του Μαυροβουνίου σχημάτισαν ένα μικρότερο κράτος την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (ΟΔΓ), η οποία φιλοδοξούσε να έχει την ιδιότητα του μοναδικού νόμιμου διαδόχου της ΣΟΔΓ, αλλά οι ισχυρισμοί αυτοί βρήκαν αντίθετες τις άλλες δημοκρατίες. Τελικά, η Σερβία και το Μαυροβούνιο αποδέχθηκαν την γνώμη της επιτροπής Μπατιντέρ για την από κοινού διαδοχή. Η ΟΔΓ μετονομάσθηκε σε Ένωση Κρατών Σερβίας και Μαυροβουνίου το 2003. Η Σερβία και το Μαυροβούνιο χωρίστηκαν το 2006 και έγιναν ανεξάρτητα κράτη, ενώ το Κοσσυφοπέδιο διακήρυξε την ανεξαρτησία του το 2008. Η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, για συντομία ΠΓΔΜ σύμφωνα με τη συνταγματική της ονομασία Δημοκρατία της Μακεδονίας, είναι χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στα κεντρικά Βαλκάνια. Καταλαμβάνει συνολική έκταση 25.333 τετραγωνικών χιλιομέτρων (ξηρά: 24.856 τ.χλμ., ύδατα: 477 τ.χλμ.). Χώρα περίκλειστη, συνορεύει με το Κόσοβο στα βορειοδυτικά, τη Σερβία στα βόρεια, τη Βουλγαρία στα ανατολικά, την Ελλάδα στα νότια και την Αλβανία στα δυτικά. Αποτελεί περίπου το βορειοδυτικό τρίτο της μεγαλύτερης γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας, που περιλαμβάνει επίσης τα γειτονικά τμήματα της βόρειας Ελλάδας και μικρότερα τμήματα της νοτιοδυτικής Βουλγαρίας και της νοτιοανατολικής Αλβανίας. Η γεωγραφία της χώρας καθορίζεται πρωτίστως από βουνά, κοιλάδες και ποτάμια. Στην πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη Σκόπια ζει περίπου το ένα τέταρτο των 2,06 εκατομμυρίων κατοίκων. Η πλειοψηφία των κατοίκων είναι Σλαβομακεδόνες, ένας νότιος Σλαβικός λαός. Οι Αλβανοί αποτελούν μια σημαντική μειονότητα, περίπου 25% του πληθυσμού της χώρας, ακολουθούμενοι από τους Τούρκους, Σέρβους, Ρομά και άλλες μικρότερες μειονότητες. Η ιστορία της χώρας ανάγεται στην αρχαιότητα, αρχίζοντας με το βασίλειο της Παιονίας, κράτος Θρακικό. Στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. η περιοχή ενσωματώθηκε στην Περσική Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών και στη συνέχεια καταλήφθηκε από το Ελληνικό βασίλειο της Μακεδονίας τον 4ο αιώνα π.Χ. Οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την περιοχή τον 2ο αιώνα π.Χ. και την ενέταξαν στην πολύ μεγαλύτερη επαρχία της Μακεδονίας, που παρέμεινε τμήμα της Βυζαντινής (Ανατολικής Ρωμαϊκής) Αυτοκρατορίας και δέχθηκε συχνές επιδρομές και εποικισμούς Σλαβικών λαών, που άρχισαν τον 6ο αιώνα μ.Χ. Μετά από αιώνες αντιπαράθεσης μεταξύ Βυζαντινής και Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας πέρασε σταδιακά στην Οθωμανική κυριαρχία από τον 14ο αιώνα. Η ιδέα της ύπαρξης χωριστού σλαβομακεδονικού έθνους γεννήθηκε αρχικά σε έναν μικρό κύκλο διανοουμένων Σλάβων της Μακεδονίας στο μεταίχμιο 19ου και 20ου αιώνα. Με τους Βαλκανικούς πολέμους, η γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας διανεμήθηκε μεταξύ Βουλγαρίας, Σερβίας και Ελλάδας, αλλά ο σλαβομακεδονικός εθνικισμός υποστηρίχθηκε από τα κομμουνιστικά κόμματα της περιοχής κατά το Μεσοπόλεμο και η διάδοσή του ευνοήθηκε από τα προβλήματα που δημιούργησε η γιουγκοσλαβική διοίκηση. Οι ρίζες του ζητήματος του ονόματος ανάγονται στην επ΄αύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο Τίτο διαχώρισε από τη Σερβία την περιοχή που καλείτο μέχρι τότε Vardar Banovina (δηλαδή τη σημερινή Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας), χορηγώντας της καθεστώς ομόσπονδης συνιστώσας της τότε νέας ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας και μετονομάζοντάς την αρχικά σε «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» και, στη συνέχεια, σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Παράλληλα, άρχισε να καλλιεργεί την ιδέα ενός χωριστού και διακριτού «μακεδονικού έθνους». Κατά το Β΄ Παγκόσμιο, στην κατεχόμενη Μακεδονία του Βαρδάρη αναπτύχθηκε ένα αντιφασιστικό αντάρτικο, που μετά τον πόλεμο οδήγησε στην ίδρυση της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας ως ομόσπονδης δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Το 1991, με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η πρώην γιουγκοσλαβική δημοκρατία έγινε ανεξάρτητο κράτος με τη συνταγματική ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Η περιοχή, που σήμερα παρουσιάζεται ως κρατίδιο με την ονομασία Π.Γ.Δ.Μ ή κοινώς Δημοκρατία των Σκοπίων, καθ΄ όλη τη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή εποχή όχι μόνον δεν ελογίζετο ως Μακεδονία αλλ΄ ούτε ως τμήμα αυτής της, αλλ΄ ως εντελώς ιδιαίτερη χώρα που έφερε την ονομασία, «ΔΑΡΔΑΝΙΑ». Με αυτή την ονομασία ήταν γνωστή ήδη από τα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου, προχριστιανικά Ρωμαϊκά χρόνια μέχρι το μεσαίωνα. Εάν λοιπόν οι γείτονες ορέγονται και επιθυμούν να αποκτήσουν κάποιο ιστορικό όνομα, που να εκφράζει το παρελθόν τους, την ιστορία και τον χαρακτήρα τους, δεν έχουν παρά να αποδεχθούν αυτό που είχαν επί χίλια και πλέον χρόνια, πριν χάσουν την αυτοσυνειδησία και την ιστορική τους μνήμη και ταυτότητα. Ούτε απάτορες, ούτε αμήτορες, ούτε αγενεαλόγητοι, ούτε «αβάπτιστοι», υπήρξαν και είναι (και πατέρες και μητέρες είχαν τους Δαρδάνιους ή Δάρδανες, και όνομα είχαν). Αλλά το να θέλουν να απαλείψουν ή να λησμονήσουν το παρελθόν, την ονομασία και την ιστορία τους και να μη θέλουν να βγάλουν στην επιφάνεια την πραγματική πατρογονική τους ονομασία, αλλ΄ αντίθετα να ωρέγονται να ιδιοποιηθούν αλλότρια ονόματα, ιστορία, παρελθόν, ταυτότητα και συνείδηση, αποδεικνύει ότι όχι μόνον διακατέχονται από αισθήματα μειονεκτικότητας, αλλά και επεκτατικές βλέψεις και μελλοντικές διεκδικήσεις σε βάρος της Μακεδονίας και κατ΄ επέκταση σε βάρος της Ελλάδας, ώστε να έχουν πρόσβαση στο Αιγαίο. Το ζήτημα του ονόματος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας δεν είναι απλώς μια διαφορά περί ιστορικών γεγονότων ή συμβόλων. Πρόκειται για τη συμπεριφορά ενός κράτους μέλους των Ηνωμένων Εθνών, της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, η οποία αντιστρατεύεται τις θεμελιώδεις αρχές της διεθνούς έννομης τάξης, και πιο συγκεκριμένα τον σεβασμό της καλής γειτονίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας. Υπό το πρίσμα αυτό, το ζήτημα του ονόματος είναι ένα πρόβλημα με περιφερειακή και διεθνή διάσταση, το οποίο συνίσταται στην προώθηση αλυτρωτικών και εδαφικών βλέψεων εκ μέρους της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, με κύριο όχημα την πλαστογράφηση της ιστορίας και την οικειοποίηση της εθνικής, ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας. Όπως σας ανέπτυξα, πρέπει όλοι μας να καταλάβουμε ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να συναινέσουμε σε ονομασία της ΠΓΔΜ που να περιέχει το όνομα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Είμαι σίγουρος ότι γελάει από τον τάφο του ο Τίτο, με τους ελληνικούς χειρισμούς και αναπαύεται ήσυχος για το δημιούργημά του. *Ο Π. Σταμάτης είναι συγγραφέας και αξιωματικός ΠΝ. Τέλος του άρθρου……………………………………………………………………………………… Συμπερασματικά όλα συντείνουν στο αυτονόητο, στο αυταπόδεικτο και στο πασίδηλα οφθαλμοφάνερο, όπως Σας ανέλυσα διεξοδικά και προς αποφυγήν ασκόπων επαναλήψεων, ότι, ο Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς και ο Πρωθυπουργός Αλέξιος Τσίπρας ως ηθικός αυτουργός, αν και γνώριζαν όλα τα προαναφερόμενα, με πλήρη γνώση τους, ο πρώτος υπέγραψε και ο δεύτερος παρευρέθη για να δώσει αυξημένο κύρος και τη συγκατάθεσή του στην υπογραφή μιας επιβλαβούς και καταστροφικής, για τα συμφέροντα της Ελλάδος συμφωνία (οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά), η οποία παράγει άμεσα έννομα αποτελέσματα από την υπογραφή της και την επικύρωση από τη βουλή των Σκοπίων. Η συμφωνία εμπεριέχει το σπέρμα του αλυτρωτισμού, καθώς εκτός από την ονομασία, αποδέχεται και κατοχυρώνει τις έννοιες της εθνικότητας του «μακεδόνα» πολίτη και της «μακεδονικής» γλώσσας. Η συμφωνία θα πλήξει περισσότερες από 3.400 ελληνικές μακεδονικές επιχειρήσεις, που παράγουν ή εμπορεύονται αυτή τη στιγμή προϊόντα με ονομασίες «μακεδονικό». Οι οποίες θα υποχρεωθούν όχι μόνο να αποκτήσουν έναν αθέμιτο ανταγωνιστή, αλλά θα υποχρεωθούν σε αλλαγές ονομάτων και σε νέες δυσμενέστερες συνθήκες εξαγωγών. Η συμφωνία προβλέπει ότι όλο αυτό το τεράστιο και μείζον θέμα θα λυθεί από ανεξάρτητες επιτροπές ομιχλώδους σύνθεσης και αγνώστου χρονικού ορίζοντα. Η συμφωνία εξασφαλίζει ότι οποιαδήποτε Σκοπιανή κυβέρνηση, μπορεί πλέον να εγείρει νομικά ζητήματα αναγνώρισης ιδιοκτησιών και να διεκδικήσει στο μέλλον μία ενιαία Μακεδονία. Μάλιστα μπορεί να διεκδικήσει απαιτήσεις και αντιρρήσεις επί οτιδήποτε αφορά στην Ελληνική Μακεδονία, δεδομένου ότι η συμφωνία δεν προβλέπει πουθενά ότι διασφαλίζει πως η Ελληνική Μακεδονία θα λέγεται Μακεδονία και δεν θα υποχρεωθεί σε Νότια Μακεδονία για να μην ανταγωνίζεται τους γείτονες. Με τη συμφωνία αυτή η κυβέρνηση αναγνωρίζει για πρώτη φορά ότι υπάρχει Ελληνικός αλυτρωτισμός έναντι των Σκοπίων. Ότι δηλαδή το επίσημο Ελληνικό κράτος και οι δομές του επιβουλεύονται την εδαφική ακεραιότητα των γειτόνων. Με δεδομένη τη διαφωνία άνω του 80% των Ελλήνων πολιτών και άγνωστου ποσοστού Σκοπιανών, το μόνο που κάνει η συμφωνία με το ξεπούλημα ιστορίας, γλώσσας και εθνότητας, είναι να πυροδοτεί τον εθνικισμό και να μετατρέπει ακόμα και μετριοπαθείς πολίτες σε ακραίους και τους ακραίους σε επικίνδυνους. Η συμφωνία ξεχωρίζει ότι οι Σκοπιανοί δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση με τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, γεγονός που δεν διασφαλίζει τον αρχαίο Μακεδονικό πολιτισμό, καθώς οι Σκοπιανοί δεν θεωρούν ότι ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος ήταν Έλληνες, αλλά, ότι κατέκτησαν τους Έλληνες Θηβαίους, Αθηναίους και υπολοίπους. Επομένως, θεωρούν τους αρχαίους Μακεδόνες κοινή κληρονομιά και μάλιστα κληρονομιά για εκμετάλλευση σε παγκόσμιο επίπεδο. Όπως συνάγεται οι δύο ανωτέρω, επέδειξαν βιασύνη, προχειρότητα και ασέβεια προς τις διαμαρτυρίες και την πικρία της μεγάλης πλειοψηφίας του Ελληνικού λαού και με την παρούσα συμφωνία έβλαψαν ανεπανόρθωτα το Ελληνικό κράτος και το Ελληνικό Έθνος. Δεν πρέπει να παραλείψουμε ότι ο Υπουργός προχώρησε στην υπογραφή της συμφωνίας παρά την από 12/2/2018 εξώδικο δήλωση πρόσκλησή και την από 29/5/2018 ΜΗΝΥΣΗ στην ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΑ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΣΕΡΡΩΝ της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Μακεδονίας, οι οποίες του είχαν επιδοθεί και είχε γίνει μεγάλη συζήτηση για το περιεχόμενό τους από τον πρόεδρο της Βουλής (ΣΧΕΤ. 2) καθώς και των πολυάριθμων διαδηλώσεων- διαμαρτυριών του Ελληνικού λαού, κατά της ονομασίας και αναγνώρισης των Σκοπίων. Είναι προφανές ότι η εθνική μας υπόσταση με την υπογραφή της συμφωνίας, από τον Υπουργό των Εξωτερικών, διέρχεται τεράστιο και άμεσο κίνδυνο, λόγω της ενδοτικής και ιδεοληπτικής στάσης της κυβέρνησης και βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, με την παράδοξη και αδικαιολόγητη ανοχή των ΑΝΕΛ, ως προς την επίλυση της ονοματοδοσίας της πΓΔΜ, η οποία σφετερίζεται προκλητικότατα και ανιστόρητα το όνομα «Μακεδονία», με προφανείς και εξόφθαλμούς λόγους. III. Νομική θεμελίωση της παρούσας μηνυτήριας αναφοράς. 1.-Οι διατάξεις των άρθρων 26 και 27 Π.Κ προσδιορίζουν την έννοια της υπαιτιότητας και του δόλου, που συνιστούν προϋπόθεση του ποινικού κολασμού των κακουργηματικών πράξεων. 2.-Κατά το άρθρο 46 παρ. 1β` του ΠΚ, “με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρείχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης”. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι, για την ύπαρξη άμεσης συνέργειας στην τελούμενη από άλλον αξιόποινη πράξη, απαιτείται παροχή άμεσης συνδρομής από τον δράστη στον αυτουργό κατά την τέλεση και κατά την διάρκεια εκτέλεσης της κύριας πράξης και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς αυτή τη συνδρομή δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα ή διάπραξη του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε. 3.-Κατά τη διάταξη του άρθρου 134 § 2 Π.Κ., «με ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη τιμωρείται όποιος: α) επιχειρεί …με σφετερισμό της ιδιότητάς του ως οργάνου του Κράτους να καταλύσει ή να αλλοιώσει ή να καταστήσει ανενεργό διαρκώς ή προσκαίρως το δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία ή θεμελιώδεις αρχές ή θεσμούς του πολιτεύματος αυτού, β) επιχειρεί με τα μέσα που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο και με τρόπο πρόσφορο να διαταράξει την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος…».Στη διάταξη του άρθρου 134Α Π.Κ. ορίζεται ότι «ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΘΕΣΜΟΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ θεωρούνται στο πλαίσιο του προηγούμενου άρθρου: … γ) το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης, ε) η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, στ) η αρχή της δέσμευσης του νομοθέτη από το Σύνταγμα και της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας από το Σύνταγμα και τους νόμους και η) η γενική ισχύς και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που προβλέπει το Σύνταγμα». Στο ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ του Ειδικού Μέρους του Π.Κ., με τις διατάξεις των άρθρων 134 & 134Α διώκονται και τιμωρούνται τα εγκλήματα κατά του Δημοκρατικού Πολιτεύματος που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία ή κατά των θεμελιωδών αρχών ή θεσμών του Πολιτεύματος αυτού (134 § 2 εδ.α΄ Π.Κ.). Το έννομο αγαθό στο Κεφάλαιο αυτό του Π.Κ. είναι το Δημοκρατικό Πολίτευμα που στηρίζεται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, σύμφωνα με την οποία, κυρίαρχος είναι ο λαός και αυτός αποτελεί τη μόνη πηγή εξουσίας και το ανώτατο όργανο του κράτους. Αναγκαία συνέπεια της κατοχύρωσης της λαϊκής κυριαρχίας είναι η διασφάλιση των ατομικών ελευθεριών που συγχρόνως αποτελεί και την αναγκαία προϋπόθεση για την ουσιαστική εφαρμογή της (κατά τον Δ.Τσάτσο, η διασφάλιση της ελευθερίας με την κατοχύρωση των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων είναι η πρώτη συνέπεια της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας). Με την καταγραφή των θεμελιωδών θεσμών του πολιτεύματος στο άρθρο 134Α Π.Κ., ο νομοθέτης θέλησε να προσδιορίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια το Πολίτευμα που προστατεύεται στο Α΄ Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του Π.Κ. Οι προσβολές του Πολιτεύματος είναι εξίσου σημαντικές είτε αφορούν το σύνολο των θεμελιωδών του θεσμών είτε και έναν μόνο από αυτούς. Οι θεσμοί αυτοί καταλύονται όταν εξαφανίζεται το σύνολο των ιδιοτήτων των συγκεκριμένων κρατικών οργάνων που τους απαρτίζουν, αδρανοποιούνται όταν οι ιδιότητες και λειτουργίες των κρατικών οργάνων διατηρούνται σ΄αυτά μόνο τυπικά, αφού τους έχει αφαιρεθεί το ουσιαστικό τους νόημα και αλλοιώνονται όταν καταργούνται ορισμένες μόνο από τις ιδιότητες και λειτουργίες των κρατικών οργάνων, έτσι ώστε οι θεσμοί να χάνουν πια την αρχική τους μορφή με την οποία και προστατεύονται στον Ποινικό Κώδικα. Ως θεμελιώδης θεσμός του Δημοκρατικού Πολιτεύματος κατοχυρώνεται επίσης στο άρθρο 134Α περ. (στ) η αρχή της δέσμευσης του νομοθέτη από το Σύνταγμα και της εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας από το Σύνταγμα και τους νόμους. Η δέσμευση αυτή αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη διαπίστωση της τυπικής έστω ισχύος του κράτους δικαίου (κατά τον Α.Μάνεση, Συνταγματικόν Δίκαιον (πανεπιστημιακαί παραδόσεις), Τ.Α΄, 1967, 410/411: «Δια να υπάρχη ‘κράτος δικαίου’ πρέπει ο ‘αυτοπεριορισμός’ (της κρατικής εξουσίας) να συνίσταται συγκεκριμένως εις τον περιορισμόν των εκάστοτε ενεργούντων κρατικών οργάνων … εις τρόπον ώστε η δι΄αυτών εκφραζομένη βούλησης να μη δύναται να ισχύση και επιβληθή ως κρατική βούλησης, παρά μόνον εάν και εφ΄όσον είναι σύμφωνος προς τους ισχύοντας κανόνας δικαίου και ειδικώτερον προς τους ιεραρχικώς υπερτέρους κανόνας της εννόμου τάξεως και εν τελευταία αναλύσει, προς το Σύνταγμα» (βλ. Ελ.Συμεωνίδου-Καστανίδου, «Προσβολές του Πολιτεύματος», άρθρα 134-137 ΠΚ, Εκδόσεις Ποινικού Δικαίου-Διευθυντής σειράς: Ι.Μανωλεδάκης, Εκδ.Σάκκουλα Θεσσαλονίκη 1988). ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ 134 ΠΚ Η πλήρωση της εσχάτης προδοσίας προϋποθέτει τη χρησιμοποίηση συγκεκριμένων μέσων από τον/τους δράστες. Ειδικότερα, στις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρ. 134 Π.Κ., μεταξύ των άλλων μέσων, ορίζεται και ο σφετερισμός της ιδιότητας του οργάνου του κράτους. Έτσι, αξιόποινη είναι εκείνη η αλλαγή/αλλοίωση κλπ. του δημοκρατικού πολιτεύματος ή η διατάραξη της ομαλής λειτουργίας του, όταν πραγματοποιείται με τα συγκεκριμένα αυτά μέσα. Δράστης, επομένως, αυτής της μορφής εσχάτης προδοσίας μπορεί να είναι μόνο όργανο του κράτους που ως τέτοια θεωρούνται όλα τα πρόσωπα που ασκούν την κρατική εξουσία. Ο νομοθέτης, με την τυποποίηση του σφετερισμού της ιδιότητας κρατικού οργάνου, θέλησε να αντιμετωπίσει τις περιπτώσεις εκείνες που η εσχάτη προδοσία τελείται «από πάνω» (Εισηγ.Εκθέσεις στα νομοσχέδια της 22.9.1982 και 29.3.1983), από εκείνους που κατέχουν τους μηχανισμούς της εξουσίας και γι΄αυτό δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσουν βία για την πραγμάτωση των στόχων τους. Σφετερισμός υπάρχει σε κάθε περίπτωση που ένα κρατικό όργανο καταλύει τους μηχανισμούς ελέγχου των πράξεών του (αφού η εξουσία αυτή βρίσκεται έξω από τα καθήκοντά του). Ο νομοθέτης, λοιπόν, στο άρθρο 134 § 2 περ.α Π.Κ. αναφέρεται σε εκείνα τα κρατικά όργανα που εξαιτίας της θέσης τους έχουν τη δυνατότητα να διαβρώνουν «από μέσα» τους θεμελιώδεις πολιτικούς θεσμούς χωρίς να χρησιμοποιούν βίαια μέσα. Αναφέρεται επομένως μόνο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τη Βουλή ως σώμα, τον Πρωθυπουργό και τα μέλη της Κυβέρνησης. Ο σφετερισμός πρέπει να τείνει στην προσβολή των πολιτικών θεσμών που απαριθμούνται στο άρθρο 134ΑΠΚ, επομένως η εξουσία που σφετερίζονται οι δράστες θα πρέπει να σχετίζεται με τη λειτουργία των συγκεκριμένων πολιτικών θεσμών. Η πραγμάτωση του σφετερισμού της ιδιότητας του κρατικού οργάνου, εφόσον με αυτόν επιχειρείται η διατάραξη της ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος, πρέπει να γίνεται με τρόπο πρόσφορο (134 § 2 περ. β Π.Κ.). Δηλαδή, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται τα μέσα τέλεσης της εσχάτης προδοσίας με τέτοιο τρόπο, ώστε κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων η ενέργεια όπως έγινε, να ήταν πρόσφορη να επιφέρει το εγκληματικό αποτέλεσμα. Η διατάραξη της ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος αφορά το πολίτευμα ως σύνολο και όχι ως επιμέρους θεσμούς και πρέπει να είναι τόσο σοβαρή ώστε αντικειμενικά, ανεξάρτητα από τις επιδιώξεις του δράστη, να μπορεί να εξομοιωθεί με πράξεις άρνησης της δημοκρατίας και έτσι να δημιουργείται κίνδυνος κατάλυσης, αλλοίωσης ή αδρανοποίησης του πολιτεύματος. ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ 134 ΠΚ Η πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης της εσχάτης προδοσίας προϋποθέτει δόλο, έστω και ενδεχόμενο. Ο δόλος πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης και επιπλέον τη σχέση μέσου προς σκοπό που υπάρχει ανάμεσα στον σφετερισμό της ιδιότητας του κρατικού οργάνου και την ανατροπή του πολιτεύματος ή τις προσβολές των πολιτειακών οργάνων. Δεν χρειάζεται επομένως επιδίωξη του αποτελέσματος αρκεί να προβλέπει ο δράστης ότι, με τον σφετερισμό της ιδιότητάς του ως οργάνου του κράτους, είναι ενδεχόμενο έστω να επέλθει προσβολή του πολιτεύματος ή προσβολή της λειτουργίας των βασικών οργάνων του κράτους και να το αποδέχεται (Α.Κωσιάρας, Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή Ειδικού Μέρους, 2007, 25, Μ.Μαργαρίτης, Π.Κ. 2003, 337). Οι δε ενέργειες αλλοιώνουν ή και αδρανοποιούν Θεμελιώδεις Δημοκρατικούς μας Θεσμούς, ή παράγουν αποτελέσματα με τέτοια αλλοίωση ή αδρανοποίηση. Παραγραφή των αδικημάτων δεν υφίσταται. Τα εγκλήματα είναι κακουργηματικού χαρακτήρα, διαρκή και συνεχή και αυτόφωρου χαρακτήρα, η δε παραγραφή τους αρχίζει από τη στιγμή που θα αποκατασταθεί η προσβολή των συγκεκριμένων Θεμελιωδών Δημοκρατικών Θεσμών. Η έναρξη της ποινικής προδικασίας, η εξέλιξή της και η συνέχισή της, δεν κωλύεται για βουλευτές και κρατικούς υπαλλήλους. Για υπουργούς, η δικογραφία διαβιβάζεται στη Βουλή μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης. 4.-Κατά το άρθρο 138 ΠΚ προβλέπεται και τιμωρείται η επιβουλή της ακεραιότητας της χώρας. Άρθρο 138. « 1. Όποιος επιχειρεί με σωματική βία ή με απειλές σωματικής βίας να αποσπάσει από το ελληνικό κράτος έδαφος που ανήκει σ’ αυτό ή να συγχωνεύσει έδαφος του ελληνικού κράτους σε άλλη πολιτεία τιμωρείται με θάνατο. 2. Οι διατάξεις των άρθρων 135 και 137 έχουν και εδώ εφαρμογή». 5.-Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 256 του ΠΚ, “υπάλληλος, που κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείριση φόρων, δασμών, τελών ή άλλων φορολογημάτων ή οποιωνδήποτε εσόδων ελαττώνει εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος τη δημόσια, δημοτική ή την κοινοτική περιουσία, της οποίας η διαχείρισή του είναι εμπιστευμένη, τιμωρείται α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν η ελάττωση είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: α) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και η ελάττωση της περιουσίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερης συνολικά των 30.000 ευρώ ή β) το αντικείμενο της πράξης έχει συνολική αξία μεγαλύτερη των 120.000 ευρώ “. το έγκλημα της απιστίας της σχετικής με την υπηρεσία, το οποίο, λόγω της ιδιότητας του υποκειμένου του, ως υπαλλήλου μόνο κατά την έννοια του άρθρου 13 α και 263 Α Π.Κ., ανάγεται σε ιδιαίτερο έγκλημα (delictum proprium) και σκοπό έχει την προστασία της χρηστής διαχείρισης του δημοσίου χρήματος και γενικά της δημόσιας κλπ περιουσίας (έγκλημα κατά της υπηρεσιακής χρηστότητας). Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης αυτής (256 Π.Κ.) προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απιστίας περί την υπηρεσία απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικώς: ελάττωση της δημόσιας περιουσίας, η διαχείριση της οποίας είναι εμπιστευμένη στον υπάλληλο, η ελάττωση να λαμβάνει χώρα κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή κατά τη διαχείριση των φόρων, των δασμών, των τελών ή άλλων φορολογημάτων ή των οιωνδήποτε εσόδων και άμεσος δόλος του υπαλλήλου (εν γνώσει, άρθρ. 27 Π.Κ.), που συνίσταται στη θέλησή του να ελαττώσει τη δημόσια κλπ περιουσία και τη γνώση του, ότι με την πράξη ή την παράλειψή του επέρχεται η ελάττωση, ως και σκοπός του να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος, ανεξαρτήτως της πραγματοποιήσεώς του. Εξάλλου, η απαιτούμενη από το νόμο χρηστή συμπεριφορά από όλους ανεξαιρέτως τους υπαλλήλους, τους επιφορτισμένους με τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείριση, ασφαλώς είναι η ίδια, αφού και ο σκοπός του Κράτους παραμένει ο ίδιος και, έτσι, την απαίτησή του αυτή τη θωρακίζει με απειλή της ίδιας ποινής για όλους, αφού η παρανομία οποιουδήποτε από τους προαναφερόμενους υπαλλήλους θα καθιστούσε ανέφικτη την επιτέλεση του σκοπού του, προσέτι δε η διαφορετική ποινική μεταχείριση αυτών θα ήταν αντίθετη με την ισονομία των πολιτών, πράγμα το οποίο ο Νομοθέτης ασφαλώς και δεν ηθέλησε. Εδώ πρέπει να σημειωθεί, ότι ζημιώδεις διαχειριστικές πράξεις του υπαλλήλου, από τις οποίες επέρχεται ελάττωση της δημόσιας περιουσίας, είναι οπωσδήποτε και οι επιζήμιες για το Δημόσιοσυμβάσεις του υπαλλήλου, που αυτός για λογαριασμό του (Δημοσίου) συνήψε με τρίτους. 6.-Η και άλλως, κατά τη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ ¨υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη¨. Το έννομο αγαθό που προστατεύεται από την ανωτέρω διάταξη είναι η λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών αποκλειστικά προς το συμφέρον της πολιτείας και της κοινωνίας, που έχουν ταχθεί να εξυπηρετούν οι υπάλληλοι με χρηστότητα και καθαρότητα. Πρόκειται για έγκλημα γνήσιο ιδιαίτερο, ενεργητικό υποκείμενο του οποίου μπορεί να είναι μόνον υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α’ και 263 Α’ ΠΚ, στον οποίον έχει ανατεθεί δημόσια εξουσία κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, συνεπώς και οι υπάλληλοι του ΓΛΚ. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, απαιτούνται α) παράβαση από τον υπάλληλο του υπηρεσιακού του καθήκοντος, όπως αυτό καθορίζεται από το νόμο ή διοικητική πράξη ή από ιδιαίτερες κατά νόμο οδηγίες της Προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του, β) δόλος του δράστη που περιέχεται στη βούληση του να παραβεί το καθήκον του και γ) σκοπός του δράστη, επιπλέον, να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, χωρίς όμως να απαιτείται για την πραγμάτωση του εγκλήματος και η επίτευξη του σκοπού αυτού (βλ. Α. Κονταξή, ό.π., σ. 2278-2279, με παραπομπές σε νομολογία και περαιτέρω ΑΠ 727/2000, ΑΠ 1035/2003, ΑΠ 1591/2007, ΑΠ 1153/2010, ΑΠ 549/2011, ΑΠ 298/2011, ΑΠ 28/2012 και ΑΠ 137/2012, δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Έτσι, αξιόποινη είναι η ελεγχόμενη πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) του υπαλλήλου μόνον αν συνιστά (θετικά ή αποθετικά) έκφραση πολιτειακής βουλήσεως και άσκηση κρατικής εξουσίας μέσα στον κύκλο των δημοσίων υποθέσεων και όχι απλώς η παράβαση υποχρεώσεων, που ανάγονται και εξυπηρετούν άλλα συμφέροντα των δημοσίων υπηρεσιών ή οργανισμών, όπως η εύρυθμη λειτουργία αυτών, η τήρηση της υπαλληλικής δεοντολογίας κλπ (βλ. Α. Κονταξή, ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ, Τόμος Β’, 2000, σ. 2288-2289, ΑΠ 727/2000, ΠοινΧρον2001, σ. 63 και ΑΠ1153/2010, ό.π.). Στις περιπτώσεις εκείνες όπου μια υπηρεσιακή ενέργεια αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια και κρίση των υπαλλήλων, παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος υπάρχει, όταν ο υπάλληλος παραβιάζει κατά την τέλεση ή την παράλειψη αυτής της ενέργειας τα κριτήρια και τον γενικότερο ή ειδικότερο σκοπό που προκύπτουν από το νόμο που διέπει τη συγκεκριμένη υπηρεσιακή δράση. Στο μέτρο που διακριτική ευχέρεια δεν σημαίνει απόλυτη ελευθερία δράσης εκ μέρους του υπαλλήλου, αλλά κρίση στο πλαίσιο μιας νομοθετικές, εξουσιοδότησης που καθορίζει κάποια κριτήρια και ένα σκοπό, βάσει των οποίων θα πρέπει να γίνει η αξιολόγηση των πραγματικών δεδομένων και να ληφθεί υπόψη η απόφαση στη συγκεκριμένη περίπτωση, παράβαση καθήκοντος συνιστά είτε η υπέρβαση εκ μέρους του υπαλλήλου της δοθείσας από το νόμο εξουσιοδότησης, είτε η καταχρηστική άσκηση της ευχέρειας αυτής (βλ Μπιτζιλέκη Τα υπηρεσιακά εγκλήματα σελ. 48-49). Η παράβαση μπορεί να συντελεσθεί και με την κακή χρήση αυτής, την υπέρβαση δηλαδή των ακραίων ορίων της, τα οποία επιβάλλουν οι αρχές της υπεροχής του δημοσίου συμφέροντος, της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης, της αμεροληψίας της διοίκησης, της ισότητας και εξυπηρέτησης του σκοπού του νόμου ή με την κατάχρηση εξουσίας, η οποία υπάρχει στην περίπτωση που αν και δεν παραβιάζεται κάποια διάταξη νόμου, η πράξη ασκείται για την εξυπηρέτηση σκοπού καταδήλως ξένου προς το σκοπό, στην οποία απέβλεψε ο νόμος, όταν δηλαδή είναι απόρροια ελατηρίων και κινήτρων που καταδήλως αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση σκοπού άλλου από εκείνον του νόμου (ΑΠ 208/12 ΠοινΔ 2012, 1042. Γνωμ. ΕισΑΠ 3/10 ΠΧ ΞΑ 472). Ο δόλος του δράστη συνίσταται είτε στη θέληση είτε στη γνώση και αποδοχή της παράβασης των υπηρεσιακών του καθηκόντων (άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος). Για να συντρέχει δε σκοπός παράνομης ωφέλειας ή βλάβης πρέπει όχι μόνο η βούληση του δράστη να κατατείνει προς αυτόν, αλλά και η συμπεριφορά του, όπως αναπτύσσεται, να μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει στην επίτευξη του, αφού ο όρος με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον, λογικά σημαίνει ότι η πράξη, όπως επιχειρείται από το δράστη, δύναται να οδηγήσει στην απόκτηση παράνομου οφέλους ή στην πρόκληση βλάβης τρίτου (αντικειμενικό στοιχείο) και επιπλέον ότι η βούληση του δράστη κατευθύνεται στην απόκτηση του οφέλους ή στην πρόκληση της βλάβης (υποκειμενικό στοιχείο). Έτσι, μεταξύ της πράξεως και του σκοπού του οφέλους ή βλάβης πρέπει να υπάρχει μια τέτοια αιτιώδης σχέση, ώστε η πράξη της παράβασης καθήκοντος, αν δεν είναι ο αποκλειστικός τρόπος, πάντως πρέπει να είναι ο πρόσφορος τρόπος περιποίησης του σκοπούμενου οφέλους ή της βλάβης, πράγμα που συμβαίνει όταν το σκοπούμενο όφελος ή η βλάβη δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με την παράβαση του συγκεκριμένου καθήκοντος, ο δράστης δε πρέπει να τελεί σε γνώση της εν λόγω προσφορότητας (βλ. Α. Κονταξή, ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ, ό.π., ΑΠ 28/2012, ΑΠ 1153/2010, ΑΠ 1035/2003, ό.π.). Συνιστά επίσης παράβαση καθήκοντος (εφόσον, εννοείται, συντρέχουν και οι λοιποί όροι του α. 259 ΠΚ), όταν ο υπάλληλος (ή δικαστής ή εισαγγελέας): α) δεν λαμβάνει υπόψη του έγγραφα που του προσκομίζονται (Δικ Αγωγών Κακοδ. 3/64 ΝοΒ 13.10, Φ. Αγγελής, ΝοΒ 13.97), γ) δίδει στα αποδεικτικά μέσα αποδεικτική αξία διαφορετική από αυτή που ορίζει ο νόμος, δ) λαμβάνει υπόψη του ανύπαρκτα στοιχεία, ε) δεν αιτιολογεί την κρίση του (16/95 ΔιατΕισεφΠατρ. ΤΝΠ 156880). Επειδή, έχω το απαραίτητο έννομο συμφέρον (αρθ. 40 ΚΠΔ), είναι δε νόμιμη, βάσιμη, αληθής και εξαιρετικής φύσης. Επειδή, προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι το Δημοκρατικό Πολίτευμα , επιβάλλεται η ανίχνευση και εν συνεχεία η τεκμηρίωση των καταγγελλομένων. Επειδή, τα υπόλοιπα πρόσωπα που διέπραξαν τα ανωτέρω αναφερόμενα αδικήματα είναι δυνατόν να προσδιορισθούν από την διενεργηθησοµένη ανάκριση. Επειδή, οι ανωτέρω πράξεις τιμωρούνται από τις διατάξεις του Π.K. και των ειδικών νόμων. Επειδή, συμφώνως με την έννοια του μεν άρθρου 36 ΚΠοινΔικκαθιερώνεται η αρχή της αυτεπαγγέλτου ποινικής διώξεως η οποία μη υποκειμένη εις τύπον γίνεται άμα ο αρμόδιος εισαγγελεύς πληροφορηθεί την τέλεση του εγκλήματος, είτε κατόπιν μηνύσεως ή αναφοράς δημοσίας αρχής ή ιδιώτου (άρθρ. 37-40 και 42), είτε κατόπιν οιασδήποτε “άλλης ειδήσεως” όπως εξ ιδίων πληροφοριών ή ιδίας αντιλήψεως εξ επιστολής (και ανωνύμου έτι) ή και της κοινής φήμης όταν, εννοείται, εις την τελευταίαν αυτή περίπτωση έχει ο εισαγγελεύς σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι ετελέσθη έγκλημα (Μπουρόπουλος όπου ανωτ. σελ. 57) παθών εκ του οποίου, ειρήσθω, είναι παν πρόσωπον είτε νομικόν είτε φυσικόν, είτε ικανό προς καταλογισμόν είτε ακαταλόγιστον, το οποίον είναι φορεύς του εννόμου αγαθού, καθ’ ού στρέφεται η πράξη (Χωραφάς όπου ανωτ.). Επειδή, Σας είναι γνωστό, ότι δια την άσκηση ποινικής διώξεως είναι αρκετή και η απλή πιθανότητα τελέσεως αξιόποινων πράξεων καθώς και ότι στην παρούσα περίπτωση υπάρχει πλούσιο αποδεικτικό υλικό, πολλαπλώς διασταυρωμένο, το οποίο επιβάλει την άσκηση ποινικής δίωξης κατά των υπαιτίων, η ύπαρξη απλής και μόνο πιθανότητας τέλεσης αξιόποινης πράξης ή απλών ενδείξεων ενοχής του μηνυομένου ως δράστη αυτής καθιστά υποχρεωτική για τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών την άσκηση της ποινικής δίωξης (βλεπ. Κ. Σταμάτη «Η προκαταρκτική εξέταση»,σελ,.257,274). Η Εισαγγελική Αρχή δεν είναι διάδικος αλλά αυτοτελές όργανο της δικαιοσύνης και κατά την κυρία και βασική λειτουργία της ανήκει στη δικαστική, με ευρεία έννοια, λειτουργία, και η άσκηση ή μη της ποινικής δίωξης (κατ΄άρθρα 27, 43 Κ.Π.Δ.) συνιστά για τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών κυρία λειτουργική αρμοδιότητα με οιονεί δικαιοδοτικό χαρακτήρα (βλεπ. Κ. Σταμάτη «Ο Εισαγγελικός Θεσμός» Ποιν. Χρον. Λ΄ σελίς 609 επομ.) και όχι απλή έκφραση γνώμης. Επειδή, η δικαιοσύνη αποτελεί σ’ αυτούς τους πραγματικά δύσκολους καιρούς την υπέρτατη προσδοκία και ελπίδα του πολίτη. Επειδή, ύστατο καταφύγιο τούτη την έσχατη ώρα αποτελεί ο θεσμός της Δικαιοσύνης. Ένας θεσμός πολλαπλώς βαλλόμενος. Ένας θεσμός ενοχλητικός σε εκείνους που έχουν συνηθίσει στην αυθαιρεσία και στο ανέλεγκτο αυτής. Επειδή, ο Ελληνικός λαός προσβλέπει σ’ Εσάς για την ευθυδικία, την τήρηση της νομιμότητας και στην εν λόγω περίπτωση. Επειδή, οι νόμοι του κράτους μας υπάρχουν για να εφαρμόζονται και όχι να παραμένουν ανενεργοί, σαν «ακάλυπτες νομικές επιταγές». Επειδή, οι υπαίτιοι εγκληματικών πράξεων πρέπει να ανευρίσκονται και να τιμωρούνται αναλόγως. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». Επειδή, όλως ενδεικτικά, οι εν λόγω πράξεις έχουν τελεστεί από 17-6-2018, μέχρι και σήμερα. Επειδή, στις ανωτέρω πράξεις εμπλέκεται Υπουργός, πράξη την οποία τέλεσε κατά την άσκηση των καθηκόντων του, θα πρέπει η παρούσα να διαβιβασθεί αμελλητί, κατ΄άρθρ. 86 του Συντ., στη Βουλή. Επειδή, στις ανωτέρω πράξεις είναι βέβαιο ότι εμπλέκονται και άλλοι άγνωστοι σε μένα υπάλληλοι, οι οποίοι συνέταξαν και συνδιαμόρφωσαν την επίδικη και επιβλαβή συμφωνία, οφείλετε να διαχωρίσετε τη δικογραφία και να σχηματίσετε αυτοτελή δικογραφία για αυτούς. Με την παρούσα μηνυτήρια αναφορά δεν έχω σκοπό να δυσφημήσω ή να εξυβρίσω τους αναφερόμενους, αλλά υποβάλλω αυτή επειδή αντιλαμβάνομαι ότι έχουν διαπραχθεί οι αυτεπαγγέλτως αξιόποινες πράξεις και ως αξιωματικός και πολίτης δημοκρατικού κράτους, έχω δικαιολογημένο συνταγματικό δικαίωμα και ενδιαφέρον, ηθικά και νομικά. Η εκδήλωση της παρούσας μηνυτήριας αναφοράς γίνεται για τη διαφύλαξη και την προστασία των δικαιωμάτων μου και από δικαιολογημένο ενδιαφέρον ως πολίτης Δημοκρατικού Κράτους και αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού εν εφεδρεία και συνηγορεί ενεργητικά υπέρ των Δικαίων του Ελληνικού Λαού και την αποκατάστασή τους και δεν αφορά μόνο τη δίωξη και τον ποινικό κολασμό αυτών που προσέβαλαν βάναυσα τον Ελληνικό λαό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παρακαλώ για τις δικές Σας ενέργειες προκειμένου να διερευνήσετε, αν συντρέχει περίπτωση τέλεσης ποινικών αδικημάτων, καθώς επίσης και τα ταυτοποιηθούν τα υπόλοιπα πρόσωπα, τα οποία τέλεσαν κατά συναυτουργία τα ανωτέρω, αποκαθιστώντας, έτσι, τη νομιμότητα. Επιπλέον δηλώνω παράσταση πολιτικής αγωγής για όλα τα αδικήματα που συρρέουν από τα αναφερόμενα, για την υποστήριξη της κατηγορίας και για χρηματική ικανοποίηση 44 ευρώ, με επιφύλαξη, λόγω ηθικής βλάβης επελθούσας σε μένα από την εν λόγω πράξη. Μάρτυρές μου προτείνω: 1.-Τον τ. υπουργό εξωτερικών και ε.τ πρέσβη κ. Πέτρο Μολυβιάτη 2.- Τον ε.τ. Αρχηγό ΓΕΣ και πρώην ΥΕΘΑ, Στρατηγό Φράγκο Φραγκούλη 3.- Τον ε.τ. Αρχηγό ΓΕΣ Στρατηγό Κωνσταντίνο Ζιαζιά Προς απόδειξη όλων των παραπάνω, προσάγω και επικαλούμαι: (3) αντίγραφα: Την από 17.6.2018 συμφωνία, στη Λίμνη Πρέσπα (ΣΧΕΤ. 1) Την μήνυση και το εξώδικο των Μακεδονικών ενώσεων (ΣΧΕΤ. 2) «Ο κομμουνιστής νονός (Τίτο) της ¨Δημοκρατίας της Μακεδονίας¨»(ΣΧΕΤ.3) Αθήνα, 27.6.2018 /justiceforgreece.