Παράγοντας αποσταθεροποίησης η Συμφωνία των Πρεσπών
- 11 Οκτ 2018
Η εντυπωσιακή αποχή του μέγιστου μέρους του εκλογικού σώματος στην ΠΓΔΜ από το δημοψήφισμα επιβεβαιώνει την πρόβλεψη ότι ως κύρια συνέπεια της Συμφωνίας των Πρεσπών θα αναδειχθεί η αποσταθεροποίηση των δύο χωρών και, γενικότερα, των Βαλκανίων. Τέσσερις περίπου μήνες από την υπογραφή της Συμφωνίας, αποδεικνύεται ότι την απορρίπτουν (για διαφορετικούς λόγους) η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων και των κατοίκων της ΠΓΔΜ.
Οι δε σύμμαχοι και εταίροι μας δεν τη βλέπουν σαν τμήμα μίας μακροπρόθεσμης αντιμετώπισης των βαλκανικών προβλημάτων
παρά μόνον σαν προσωρινό εργαλείο ανάσχεσης της επιρροής της Ρωσίας στην περιοχή. Η ελληνική κυβέρνηση, δείχνοντας τάσεις πολιτικής αυτοκτονίας και επιστροφής σε ιδεολογικές αγκυλώσεις που φαινόταν να έχουν ξεπεραστεί, άνοιξε, με δική της πρωτοβουλία, το θέμα.
Κατά τις συνομιλίες, πέρυσι τον Οκτώβριο, με Αμερικανούς γερουσιαστές, στο πλαίσιο της επίσκεψης του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στην Ουάσινγκτον, η ελληνική πλευρά αποκάλυψε ότι είχε ήδη καταθέσει συγκεκριμένες εναλλακτικές λύσεις στην ηγεσία της ΠΓΔΜ για την ονομασία και άλλα θέματα, ώστε να δρομολογηθούν οι ενταξιακές συνομιλίες στην ΕΕ.
Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, στις αρχές του 2018, υπογράμμιζε επίσης πως επεδίωκε ταχεία επίλυση των προβλημάτων με την Αλβανία και την ΠΓΔΜ βάσει της (θεωρητικά ορθής) αντίληψης ότι η χώρα πρέπει να έχει καλυμμένα τα βαλκανικά νώτα της, για να ασχοληθεί με τον μείζονα κίνδυνο της Τουρκίας. Η θεωρία, για ποικίλους λόγους, δυστυχώς δεν άντεξε στο πρακτικό πεδίο και κάθε μέρα που περνά πλησιάζουμε σε διπλό αδιέξοδο, καθώς η κατάσταση στα Βαλκάνια επιδεινώνεται και οι σχέσεις με την Τουρκία εξακολουθούν να βρίσκονται, με ευθύνη της Άγκυρας, στην κόψη του ξυραφιού.
Ταυτόχρονα, η αστάθεια στην Αθήνα, που άρχισε τον Ιανουάριο με τη συνάντηση Τσίπρα-Ζάεφ στο Νταβός και εδραιώθηκε τον Ιούνιο με την υπογραφή της κάκιστης συμφωνίας, διαλύει (μαζί με τη γενικότερη κατάσταση στις αγορές) κάθε ελπίδα αξιοποίησης του νέου κλίματος της τυπικής εξόδου από την εποχή των Μνημονίων. Παρά τις θετικές αποφάσεις του Eurogroup και τη δημόσια στήριξη των ΗΠΑ, επενδυτής δεν φαίνεται καν στον ορίζοντα.
Κυβερνητικό πείσμα
Αν και η κυβέρνηση επιμένει πεισματικά στην υλοποίηση της βλαπτικής Συμφωνίας των Πρεσπών, στην πραγματικότητα η ελληνική διπλωματία έχει μπροστά της μία σπάνια ευκαιρία: τα πολιτικά δεδομένα και τις προϋποθέσεις, με ευθύνη της ΠΓΔΜ, για σταδιακή απεμπλοκή από τη συμφωνία και επανάληψη του διαλόγου με τα Σκόπια σε μελλοντικό χρόνο, όταν οι συνθήκες θα είναι πιο ώριμες και στις δύο χώρες και σε επαρκή απόσταση από εκλογικές αναμετρήσεις.
Καμία ελληνική κυβέρνηση δεν δικαιούται να προκαταλάβει τη βούληση των πολιτών και να δεσμεύσει τη χώρα εν μέσω -έστω άτυπης- προεκλογικής περιόδου. Ο εθιμικός κανόνας παγώματος της διαδικασίας και παραπομπής στην επόμενη κυβέρνηση εφαρμόστηκε στις διαπραγματεύσεις για τις αμερικανικές βάσεις το 1981 και το 1989 και για το Σχέδιο Ανάν το 2004, ωφελώντας αναμφισβήτητα τη χώρα.
Επίσης, στην άλλη πλευρά των συνόρων, από τη στιγμή που η λαϊκή βούληση εκφράστηκε, αντί της κάλπης, με την άνευ προηγουμένου αποχή, η πιθανή κύρωση της συμφωνίας από τη Βουλή, έπειτα από αποστασία βουλευτών του VMRO, θα αποτελούσε ωρολογιακή βόμβα για τις διμερείς σχέσεις και τα Βαλκάνια. Ποιος λαός θα στήριζε μία τέτοια διαδικασία, ποια χώρα θα μπορούσε να τη λάβει σοβαρά υπόψη και πόσο θα άντεχε στον χρόνο;
Ακόμα κι αν ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, ο κ. Τσίπρας δεν χρειάζεται να αναλογιστεί τις συνέπειες του ημεδαπού 1965, αλλά απλώς να θυμηθεί ότι ο ίδιος ζήτησε από τους υποψηφίους του ΣΥΡΙΖΑ, μόλις τον Σεπτέμβριο του 2015, να υπογράψουν δήλωση παράδοσης της βουλευτικής έδρας τους σε περίπτωση διαφωνίας.
Ασφαλώς η απεμπλοκή από τη συμφωνία (ή η επαναδιαπραγμάτευσή της αν -ο μη γένοιτο- κυρωθεί) απαιτεί ορθό διπλωματικό σχεδιασμό, μεγάλο κόπο και αρκετό χρόνο. Ωστόσο, εξυπηρετεί άριστα τα ελληνικά συμφέροντα. Και επειδή δεν είναι δυνατόν να παραγνωρίζουμε τον διεθνή περίγυρο, θα ήταν σημαντικό η Αθήνα να εξηγήσει προς το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους εταίρους ότι αποτελεί συμφέρουσα εξέλιξη και για τους ίδιους.
Περίπλοκη κατάσταση
Σύμφωνα με εγκυρότατες πηγές, η αμερικανική πλευρά αρκετά νωρίς, στις αρχές Σεπτεμβρίου, είχε εντοπίσει το ενδεχόμενο αποχής από το δημοψήφισμα. Γι’ αυτό και είχε διαμηνύσει στην ελληνική κυβέρνηση ότι η Ουάσινγκτον θα παραμείνει προσηλωμένη στη συμφωνία τους επόμενους μήνες, χωρίς ίσως να έχει εκτιμήσει πόσο μεγάλη θα ήταν τελικά η αποχή.
Λαμβάνοντας υπόψη την πολιτική ανάσχεσης των σχεδίων της Μόσχας για τα Βαλκάνια, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ προφανώς και θα επιμείνει, αλλά αποτελεί ευθύνη της Ελλάδας, ως καλύτερης και πλέον αξιόπιστης συμμάχου των ΗΠΑ στα Βαλκάνια και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο να πείσει ότι πρέπει να αναζητηθεί διαφορετικός δρόμος. Η επιμονή, σε αυτή τη φάση τουλάχιστον, φέρνει αποτελέσματα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα και επιτείνει την ελληνική και τη βαλκανική αποσταθεροποίηση που ασφαλώς δεν επιθυμούν οι ΗΠΑ.
Ακριβώς το ίδιο ισχύει και για τους εταίρους στην ΕΕ που προσπαθούν να συγκροτήσουν ενιαία πολιτική για τα δυτικά Βαλκάνια, να εκτιμήσουν τις συνέπειες πιθανής συμφωνίας Σερβίας-Κοσόβου για αλλαγή συνόρων και να προετοιμαστούν για τις νέες ισορροπίες στη Βοσνία μετά τις εκεί εκλογές.
Η κατάσταση είναι τόσο περίπλοκη, ώστε ακόμα και η Γερμανία, που παραδοσιακά ευνοεί τον πολυκερματισμό των Βαλκανίων, παραμένει αναποφάσιστη έναντι της ιδέας αλλαγής συνόρων, ενώ μέγιστο προβληματισμό εκφράζουν η Βρετανία και η Γαλλία. Είναι, επομένως, εφικτό για την Αθήνα να τονίσει προς όλες αυτές τις χώρες πως η εμμονή στην -ήδη καταρρέουσα- Συμφωνία των Πρεσπών θα καθιστούσε το βαλκανικό μείγμα ακόμα πιο εκρηκτικό.
slpress.gr