Δευτέρα

Το γερμανικό δόγμα του σοκ


Το γερμανικό δόγμα του σοκ 18 Νοεμβρίου 2018 από Βασίλης Βιλιάρδος . Η αμετανόητη χώρα επιδιώκει την οικονομική κυριαρχία της Ευρώπης, με την εφαρμογή της καταστροφικής πολιτικής λιτότητας – έχοντας σταυρώσει για παραδειγματισμό πρώτα την Ελλάδα, επειδή αντέδρασε, ενώ σήμερα επιδιώκει να κάνει το ίδιο με τη Μ. Βρετανία και με την Ιταλία. . «Το ΔΝΤ (η Τρόικα είναι η χείριστη μορφή του) δεν εξυγιαίνει τις χώρες, αλλά τις ληστεύει – μετατρέποντας την πλειοψηφία των Πολιτών τους (με εξαίρεση την εκάστοτε πέμπτη φάλαγγα των εγχωρίων πολιτικών και οικονομικών ελίτ) σε φθηνούς σκλάβους χρέους. Με μία απλή παρομοίωση, εισβάλλει στο πλοίο που το καλεί, αναλαμβάνει ως καπετάνιος μαζί με το δικό του πλήρωμα, πετάει τους μισούς επιβάτες στη θάλασσα, αφήνει το μεγαλύτερο μέρος να λιμοκτονεί τραβώντας κουπί στα αμπάρια, το εξαγοράζουν οι εντολείς του και τελικά το διασώζει – διατηρώντας το φυσικά σε ξένη ιδιοκτησία» (ανάλυση-βιβλίο). . Ανάλυση Βασίλης Βιλιάρδος, Οικονομολόγος,Επιχειρηματίας Στην Οικονομία δεν έχει σημασία μόνο το «πώς», αλλά και το «πότε», ο συνδυασμός αμφοτέρων – ενώ δεν υπάρχει κάποιο «ορθόδοξο δόγμα», μία «οικονομική θεολογία» καλύτερα, η οποία να είναι εφαρμόσιμη παντού και πάντα. Στα πλαίσια αυτά, ο ισχυρισμός πως για να αναπτυχθεί μία χώρα θα πρέπει να απλοποιήσει τους κανόνες λειτουργίας της, να μειώσει τη γραφειοκρατία, να διευκολύνει τις επιχειρήσεις, να περιορίσει τις δημόσιες δαπάνες, να αυξήσει την ηλικία συνταξιοδότησης, να σταματήσει να χρεώνεται, να επιταχύνει τις δικαστικές αποφάσεις ή/και να πιέσει τους Πολίτες της, έτσι ώστε να εργάζονται με χαμηλότερες αμοιβές, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση θέσφατο – δεν είναι δηλαδή μία μέθοδος που προέρχεται από κάποιο θεϊκό αξίωμα, έχοντας εξασφαλισμένη επιτυχία. Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο τότε η Ιταλία, για να μην περιοριζόμαστε μόνο στην Ελλάδα, θα έπρεπε ήδη από το 2011 να αναπτύσσεται με μεγάλους ρυθμούς – αφού έκτοτε η χώρα αύξησε σταδιακά την ηλικία συνταξιοδότησης, υιοθέτησε ένα ανώτατο όριο χρέους, επέβαλλε αυστηρούς νόμους εναντίον της διαφθοράς, διευκόλυνε τις απολύσεις, περιόρισε τη γραφειοκρατία, προέβη σε ιδιωτικοποιήσεις, μείωσε τους μισθούς, κατάργησε σε μεγάλο βαθμό τις συλλογικές συμβάσεις, αύξησε τα φορολογικά της έσοδα, απλούστευσε τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων με το δημόσιο, επιτάχυνε τις δικαστικές αποφάσεις κοκ. – με αποτέλεσμα να ξεπεράσει όλα τα άλλα κράτη, όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις. Με βάση δε τα ορθόδοξα οικονομικά κριτήρια, θα έπρεπε να αποτελεί ήδη πρότυπο, αφού (α) το εμπορικό της πλεόνασμα είναι της τάξης των 50 δις €, ενώ είναι η 7η μεγαλύτερη εξαγωγική χώρα στον πλανήτη (πηγή), με εξαγωγές ύψους 449 δις $ το 2016 και με εισαγωγές 397 δις $, (β) το πρωτογενές της πλεόνασμα είναι στο 2% του ΑΕΠ και ο πληθωρισμός της είναι σταθερά χαμηλότερος από τον αντίστοιχο της Γερμανίας. Όλα αυτά όμως δεν βοήθησαν την Ιταλία να αναπτυχθεί με σημαντικούς ρυθμούς, ούτε ικανοποίησαν τους Πολίτες της, αυξάνοντας το κατά κεφαλήν τους εισόδημα που είναι χαμηλότερο από το 2000 (γράφημα) ή το βιοτικό τους επίπεδο – οπότε έστειλαν στο σπίτι όλους εκείνους τους πολιτικούς που επέβαλλαν τις μεταρρυθμίσεις, επιλέγοντας μία επαναστατική κατά κάποιον τρόπο κυβέρνηση, χωρίς καμία ουσιαστικά εμπειρία, όπως οι Έλληνες το 2015.Σε κάθε περίπτωση, οι ιταλικές κυβερνήσεις επέβαλλαν μετά το 2011 τόσο πολλές μεταρρυθμίσεις, όσες το σοσιαλιστικό κόμμα της Γερμανίας το 2000 με την ατζέντα 2010 – το οποίο έστειλαν επίσης στο σπίτι του οι Γερμανοί, ενώ έκτοτε τα εκλογικά ποσοστά του υποχωρούν συνεχώς. Η μεγάλη διαφορά λοιπόν δεν ήταν το πώς, αλλά το πότε – αφού μετά το 2000 που υιοθέτησε η Γερμανία τις μεταρρυθμίσεις, τόσο η ΕΕ, όσο και ο μισός πλανήτης αναπτυσσόταν με υψηλούς ρυθμούς, οπότε χρειαζόταν όλο και περισσότερα γερμανικά αυτοκίνητα ή μηχανήματα. Εκτός αυτού, κανένας τότε δεν απείλησε με κυρώσεις τη Γερμανία λόγω των υψηλών ελλειμμάτων της (-4%, γράφημα), αμέσως μετά την υιοθέτηση της ατζέντα 2000 – μέσω των οποίων κατάφερε να αποφύγει τη βαθειά ύφεση, αυξάνοντας το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων (το αντίθετο από αυτό που απαιτεί σήμερα από την Ιταλία ή την Ελλάδα). Επί πλέον, η ΕΚΤ προσάρμοσε τη νομισματική της πολιτική στις γερμανικές ανάγκες (ανάλυση), αδιαφορώντας για όλες τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης που οδηγήθηκαν έτσι στην υπερχρέωση – ενώ η ίδια η Γερμανία έλυσε τα προβλήματα που της προκάλεσαν αρχικά οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις εις βάρος των εταίρων της, με την πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα και με το μισθολογικό dumping. Αντίθετα λοιπόν με τότε, μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 το αναπτυξιακό πάρτι στην Ευρώπη και στον πλανήτη σταμάτησε – ενώ το 2010 ξέσπασε επί πλέον η ευρωπαϊκή κρίση χρέους με ευθύνη της Γερμανίας, αφού εάν είχε στηριχθεί η Ελλάδα με ένα ποσόν της τάξης των 20 δις € θα είχαν αποφευχθεί πολλά προβλήματα. Ως εκ τούτου, όταν υποχρεώθηκε να υιοθετήσει τις μεταρρυθμίσεις η Ιταλία, βυθίστηκε ακόμη περισσότερο στην ύφεση η οικονομία της – ενώ η Γερμανία χρησιμοποίησε ως όπλο της την ΕΚΤ για να την επιβάλλει, αυξάνοντας έτσι τα επιτόκια δανεισμού της στο 7% και ανατρέποντας τον κ. Berlusconi που πολύ σωστά δεν συμφωνούσε με το χρονικό σημείο που επιλέχθηκε (ενδεχομένως η ιστορία θα επαναληφθεί, κρίνοντας από το ότι η ΕΚΤ μείωσε τις αγορές ιταλικών ομολόγων πιέζοντας έτσι τα επιτόκια προς τα πάνω και φέρνοντας σε δύσκολη θέση το ιταλικό τραπεζικό σύστημα). Περαιτέρω, είναι γνωστό πως ο μοναδικός τρόπος περιορισμού των δημοσίων χρεών ενός κράτους μακροπρόθεσμα είναι η άνοδος του ΑΕΠ που, σε εποχές ύφεσης, προϋποθέτει την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και άρα των ελλειμμάτων – όπως επίσης το ότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν αποτέλεσμα μόνο όταν η οικονομία αναπτύσσεται, οπότε οι Πολίτες δεν αντιδρούν. Ως εκ τούτου, όταν η Γερμανία απορρίπτει τον προϋπολογισμό της Ιταλίας επειδή έχει προβλεφθεί έλλειμμα -2,4% (έναντι -4% της ίδιας μετά το 2000), άρα κάτω από το όριο της συμφωνίας του Μάαστριχτ (3%), έχει άλλες σκοπιμότητες – σε καμία περίπτωση τη μείωση των ιταλικών χρεών, όπως ισχυρίζεται. Ποιές είναι αυτές οι σκοπιμότητες; Με δεδομένο το ότι η Ιταλία είναι ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής της σε τομείς όπως τα μηχανήματα, προφανώς η παραμονή της σε συνθήκες κρίσης για να μην την ανταγωνίζεται. Όπως και να είναι όμως, αποτελεί κανόνα το ότι, αυτό που βοηθάει την οικονομία ενός κράτους, το «πώς», έχει σχέση με το χρονικό σημείο που επιλέγεται, με το «πότε» – κυρίως δε με τις διεθνείς αναπτυξιακές συνθήκες που επικρατούν. Δεν έχει επομένως κανένα νόημα σήμερα να επιβάλλονται νέα μέτρα στην Ιταλία και να μην είναι αποδεκτός ο προϋπολογισμός της – πόσο μάλλον όταν η χώρα, παρά τις εξαγωγικές επιτυχίες της, συνεχίζει να υποφέρει από μειωμένη ανταγωνιστικότητα, με την παραγωγικότητα των εργαζομένων της στο ναδίρ συγκριτικά με πολλά άλλα κράτη (γράφημα). Λογικά λοιπόν η νέα ιταλική κυβέρνηση αντιδρά στο γερμανικό δόγμα του σοκ που θέλει η ΕΕ να της επιβληθεί, κατανοώντας τις συνέπειες – πόσο μάλλον όταν είναι νωπή η οδυνηρή ελληνική εμπειρία, ενώ η επόμενη κρίση είναι θέμα χρόνου. Σωστά επίσης αναφέρει την έξοδο της από την Ευρωζώνη – πριν είναι πολύ αργά και πριν οδηγηθεί στον εγκλωβισμό της, όπως η Ελλάδα με το PSI. Έτσι, εάν δεν μεσολαβήσει κάποια αλλαγή, αργά ή γρήγορα η ΕΕ θα διαλυθεί, με αποκλειστική ευθύνη της Γερμανίας – η οποία για τρίτη φορά μέσα σε εκατό χρόνια θα οδηγήσει στο χάος την Ευρώπη. Επίλογος Όσον αφορά την Ελλάδα τώρα, στην οποία εξελίσσεται η ολοκληρωτική ληστεία της, όταν αναφέρεται κανείς στις εξωγενείς συνθήκες που την οδήγησαν στη χρεοκοπία, με την ίδια μέθοδο που επιβάλλεται σήμερα στην Ιταλία, ευρίσκεται αντιμέτωπος με τις κατηγορίες των κατ’ επίφαση φιλελευθέρων – οι οποίοι ισχυρίζονται ότι, δεν αναλαμβάνουμε ποτέ τις ευθύνες μας ως Έλληνες, αλλά ενοχοποιούμε πάντοτε τους άλλους. Επόμενες κατηγορίες τους είναι πως ή φοροδιαφυγή οδήγησε την Ελλάδα στη χρεοκοπία, χωρίς καν να την συγκρίνουν με άλλα κράτη – όπως με τη Γερμανία που, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, έχει φοροδιαφυγή της τάξης του 17% του ΑΕΠ της έναντι 25% της Ελλάδας, όταν όμως η νόμιμη φοροδιαφυγή (φοροαποφυγή των πολυεθνικών κυρίως), είναι απείρως μεγαλύτερη, ενώ πρόκειται για την πιο βρώμικη χώρα στον πλανήτη, για την πρωταθλήτρια της απάτης, στην οποία διενεργείται το μεγαλύτερο ξέπλυμα μαύρου χρήματος διεθνώς. Από την άλλη πλευρά, όταν παραθέτει λύσεις, όπως στον πρωτογενή τομέα, αναφέροντας πως οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων της Ολλανδίας, με έκταση μιάμιση φορά περίπου από αυτήν της Πελοποννήσου, είναι 101 δις € έναντι μόλις 6 δις € της Ελλάδας, ακούει πως η Ολλανδία είναι επίπεδη (χωρίς να αναφέρεται πως τα εδάφη είναι βαλτώδη, με χείριστες κλιματικές συνθήκες), ότι αποτελεί διαμετακομιστικό κέντρο κοκ. – ενώ υπάρχουν πολλά άλλα επιτυχημένα παραδείγματα, όπως αυτά του Ισραήλ με ακόμη χειρότερα εδάφη, της Ν. Ζηλανδίας κλπ. που έχουμε κατά καιρούς αναλύσει. Είναι δε αδιανόητο να έχει η Ολλανδία τουριστικά έσοδα μεγαλύτερα από αυτά της Ελλάδας – καθώς επίσης μεγαλύτερο πληθυσμό (17 εκ.), προφανώς επειδή οι κάτοικοι της δεν μεταναστεύουν όπως οι Έλληνες, αφού η πατρίδα τους είναι σε θέση να τους συντηρεί. Συμπερασματικά λοιπόν, έχοντας αποδεχθεί το γερμανικό δόγμα του σοκ που μας επιβάλλεται θεωρώντας τους εαυτούς μας αποκλειστικούς υπεύθυνους της χρεοκοπίας μας, ότι είμαστε οι μοναδικοί φοροφυγάδες στον πλανήτη, άχρηστοι ως λαός, καθώς επίσης ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, κυριολεκτικά δεν ξέρουμε τι θέλουμε – οπότε λογικά είμαστε χαμένοι στο πέλαγος και θα οδηγηθούμε στην αλλαγή ιδιοκτησίας της χώρας μας, βαδίζοντας στα ίχνη της Γουατεμάλας. Λύσεις πάντως υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν – αλλά όσο «καίμε» τη μία μετά την άλλη χωρίς να κάνουμε απολύτως τίποτα για να ξεφύγουμε από την παγίδα, εμπλεκόμενοι σε ανόητες συζητήσεις και σε εμφύλιες διαμάχες όταν ο εχθρός δεν είναι εντός, αλλά εκτός των συνόρων μας, οι λύσεις αυτές γίνονται λιγότερες, ακριβότερες και πολύ πιο οδυνηρές.