Δευτέρα, 5 Νοεμβρίου 2018
Τι φοβάται ο Κώστας Σημίτης; Αυτό το ερώτημα πλανάται μετά την παρατεταμένη σιωπή του πρώην πρωθυπουργού για την προφυλάκιση ενός από τους πιο στενούς του συνεργάτες την περίοδο της παντοδυναμίας του.
Ο κ. Σημίτης, που κατά καιρούς εμφανίζεται να παρεμβαίνει στα πολιτικά πράγματα επιχειρώντας να διατηρήσει τον... μύθο του «καταλληλότερου» και του μεγαλύτερου «εκσυγχρονιστή», πραγματικά έχει επικοινωνιακά κρυφτεί τις τελευταίες μέρες. Άνθρωποι που τον γνωρίζουν και τον έχουν συναντήσει ισχυρίζονται ότι ο πρώην πρωθυπουργός εμφανίζεται αρκετά προβληματισμένος, σαν κάτι να τον απασχολεί.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο κ. Σημίτης «έκαψε» τον πρώην υπουργό Άμυνας Ακη Τσοχατζόπουλο στην κατάθεση που είχε δώσει στο δικαστήριο, ενώ στην περίπτωση του Γιάννου Παπαντωνίου ακολουθεί εντελώς διαφορετική γραμμή. Όπως λένε οι γνωρίζοντες, είναι φυσικό να συμβαίνει αυτό κυρίως για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι ο κ. Παπαντωνίου είναι «ταυτοποιημένος» μαζί του, μια και αποτέλεσε το δεξί του χέρι. Άρα υπάρχει και συναισθηματική εμπλοκή. Ο δεύτερος -και σαφώς πιο πολιτικός- είναι ότι ο κ. Παπαντωνίου δεν ήταν από τα πρόσωπα που θα έπαιρναν αποφάσεις χωρίς εκ των προτέρων να έχουν ενημερώσει για τις κινήσεις τους τον πρώην πρωθυπουργό. Το ερώτημα είναι εάν και σε τι μπορεί να εμπλέξει τον κ. Σημίτη, καθώς για την ώρα δεν έχει τοποθετηθεί δημόσια ο κ. Παπαντωνίου.
Όπως αποκάλυψε πάντως πρόσφατα ο διακεκριμένος αναλυτής και διευθυντής του περιοδικού «Άμυνα και Διπλωματία» Αλέξανδρος Τάρκας, οι κ. Σημίτης και Παπαντωνίου είχαν απανωτές συναντήσεις που ως αντικείμενό τους είχαν εξοπλιστικά προγράμματα. Θα ήταν απίστευτο ο τότε πρωθυπουργός να μη γνώριζε τις ενστάσεις του Πολεμικού Ναυτικού για την αγορά των φρεγατών. Ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου είχε συντάξει τότε non paper προς τον Γιάννο Παπαντωνίου αναλύοντας λεπτομερώς τις απόψεις του Π.Ν. Τόνιζε στο κείμενο ότι το κόστος εκσυγχρονισμού θεωρείται δυσανάλογα υψηλό σε σχέση με το αποτέλεσμα (μεγάλο κόστος - μικρή ωφέλεια).
Ο κ. Παπαντωνίου όμως ειδοποίησε τον Α/ΓΕΝ ότι αν το Π.Ν. επέμενε στον μη εκσυγχρονισμό των γηραιών φρεγατών θα του στερούσε την πίστωση των 500.000.000 ευρώ την οποία θα έδινε στο ΓΕΣ ή στο ΓΕΑ. Ετσι υποχρέωσε το Ανώτατο Ναυτικό Συμβούλιο να συμφωνήσει. Ηλθε, λοιπόν, το ΚΥΣΕΑ στις 25/11/02, που αποφάσισε τον εκσυγχρονισμό με κόστος περί τα 380.000.000 ευρώ!
Οι καταγγελίες όμως που συνεχίζουν να προκαλούν πονοκέφαλο στον κ. Σημίτη ήταν αυτές που έχει κάνει από το 2005 ο κορυφαίος αξιωματούχος της THALES Michel Josserand, ο οποίος είχε εμπλακεί σε υποθέσεις δωροδοκίας με εξοπλισμούς και είχε υποστηρίξει: «Τα έτη 2002 και 2003 επισκέφτηκα πολλάκις την Ελλάδα για το θέμα του συστήματος C4Ι των Ολυμπιακών Αγώνων.
Το διεκδικούσαμε εμείς (THALES) αλλά και η κοινοπραξία αμερικανική SAIC - SIEMENS. Ο εκεί εκπρόσωπός μας κ. Ρ. με ενημέρωσε ότι για να κερδίσουμε την υπόθεση θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι απαιτείται το λάδωμα 7%-10% του Ελληνα υπουργού Άμυνας. Σύντομα πληροφορηθήκαμε ότι η υπόθεση αυτή ήταν χαμένη, γιατί πίσω από τη SAIC ήταν ο Αμερικανός αντιπρόεδρος Dick Cheney. Ο Ρ. με πληροφόρησε ότι οι Αμερικανοί θα διαπραγματευτούν το θέμα με τον πρωθυπουργό και τον υπ. Δημ. Τάξεως. Σήμερα κάτω από τις ίδιες συνθήκες έχουμε κάνει συμφωνία με τον Ελληνα υπουργό Άμυνας για τον εκσυγχρονισμό των “S”. Η δαπάνη είναι 380.000.000 ευρώ…»
Ο Γάλλος επίσημος ανέφερε κι άλλες λεπτομέρειες της υπόθεσης. Το νούμερο του εκσυγχρονισμού σχημάτιζε το νούμερο της μίζας, που κυμαίνεται μεταξύ 25.000.000 και 35.000.000 ευρώ.
Ο Γ. Παπαντωνίου μήνυσε μόνο τη «Liberation» για συκοφαντική δυσφήμηση, γιατί δημοσίευσε ανεξέλεγκτα όσα κατήγγειλε ο Michel Josserand. Η γαλλική Δικαιοσύνη εξέδωσε μία απόφαση η οποία δεν έθιγε ούτε την πολεμική της βιομηχανία (ότι λαδώνει) ούτε τον πελάτη Ελληνα υπουργό ούτε την εφημερίδα (ότι συκοφαντεί). Κατεδίκασε τη «Liberation» σε ποινή καταβολής του ποσού των 20.000 ευρώ, διότι «δημοσιοποίησε πληροφορίες εις βάρος του, χωρίς να τις ελέγξει»!
Οι έρευνες για νέους λογαριασμούς Γιάννου και οι υποθέσεις Λέοπαρντ και Απάτσι
Η τσιμπίδα της Δικαιοσύνης συνέλαβε και έστειλε στη φυλακή τον Γιάννο Παπαντωνίου για μίζες στην υπόθεση του εκσυγχρονισμού των έξι φρεγατών τύπου «S» του Πολεμικού Ναυτικού, συνολικού ύψους 381.500.000 ευρώ. Ο πρώην υπουργός Εθνικής Άμυνας της κυβέρνησης Σημίτη, ωστόσο, έχει απασχολήσει τη Δικαιοσύνη και για άλλα εξοπλιστικά προγράμματα, όπως αυτά των γερμανικών αρμάτων μάχης Λέοπαρντ και των επιθετικών ελικοπτέρων Απάτσι.
Η προμήθεια των αρμάτων μάχης ήταν κολοσσιαίο πρόγραμμα και το μεγαλύτερο που υλοποίησε ο Γιάννος Παπαντωνίου, αφού ξεπέρασε τα 1,7 δισ. ευρώ. Οι εισαγγελείς άρχισαν να ψάχνουν τη σύμβαση και η δικογραφία-βουνό είχε διαβιβαστεί στη Βουλή προς διερεύνηση τυχόν ευθυνών του πρώην υπουργού Εθνικής Άμυνας.
Μπορεί να μην προέκυψε κάτι εναντίον του τότε, αλλά οι κακουργηματικές ποινικές διώξεις εις βάρος 13 προσώπων που ενεπλάκησαν στην προμήθεια και ειδικά στα αντισταθμιστικά ωφελήματα, για απιστία και ξέπλυμα μαύρου χρήματος αφήνουν επί της ουσίας την όλη υπόθεση ανοιχτή...
Υπό δικαστική διερεύνηση βρέθηκε και το πρόγραμμα των ελικοπτέρων Απάτσι, ύψους 660.000.000 δολαρίων, από την εταιρία Boeing, που υπέγραψε ο Γιάννος Παπαντωνίου το 2003. Συνολικά είχαν αγοραστεί 12 ελικόπτερα, όταν το ποσό αυτό προβλεπόταν για τον διπλάσιο αριθμό ελικοπτέρων. Στη σύμβαση φέρεται ότι υπήρξε «καπέλο» τουλάχιστον 70.000.000 ευρώ. Και αυτό, ενώ από τις πρώτες ώρες παράδοσης των ελικοπτέρων εντοπίστηκαν σε αυτά σοβαρά ελαττώματα.
Πρόγραμμα συνώνυμο του σκανδάλου, ωστόσο, ήταν αυτό του εκσυγχρονισμού μέσης ζωής των έξι φρεγατών τύπου «S», ύψους 381.500.000 ευρώ. Κι αυτό γιατί κρίθηκε πως το ποσό ήταν πολύ μεγάλο για πλοία που ουσιαστικά είχαν φάει τα ψωμιά τους. Είναι αυτό που έστειλε τελικά τον Γιάννο Παπαντωνίου στη φυλακή. Η εν λόγω σύμβαση ανατέθηκε στις 12 Φεβρουαρίου του 2003 στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, με υποκατασκευαστή τη γαλλική εταιρία Thales Naval Nederland. Ίσως για τον λόγο αυτό να ερευνώνται λογαριασμοί του κ. Παπαντωνίου στη Γαλλία, όπως και σε άλλες τέσσερις χώρες.
Οι εισαγγελείς άρχισαν να ψάχνουν τις «γκρίζες ζώνες» της σύμβασης ύστερα από γαλλικά δημοσιεύματα, σύμφωνα με τα οποία πρώην στέλεχος της γαλλικής εταιρίας, ο Michel Josserand, είχε καταγγείλει πως Ελληνας υπουργός χρηματίστηκε την περίοδο 2002-2003.
Πηγή: "Δημοκρατία"