Πέμπτη

Με τις επιδρομές στη Συρία, ο Τραμπ ήθελε να δείξει ότι δεν βρίσκεται υπό τις εντολές του Πούτιν


APRIL 13, 2017 Tης Αλεξάντρα ντε Χουπ Σέφερ (*) Η ταχύτητα με την οποία αποφασίστηκαν οι αμερικανικές επιδρομές στη Συρία, δύο μόλις ημέρες μετά τη χημική επίθεση εναντίον της πόλης Χαν Σεϊχούν, δείχνει ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θέλησε να ακολουθήσει την αντίθετη πολιτική από τον προκάτοχό του και να ενεργοποιήσει την πολιτική της «κόκκινης γραμμής», θεωρώντας ότι έτσι υπηρετεί το συμφέρον της εθνικής ασφαλείας της χώρας του: το κόστος της αδράνειας τού φαίνεται υψηλότερο από το κόστος της δράσης. Οι επιδρομές αυτές, που έχουν τον χαρακτήρα αντιποίνων, είναι εκείνες που είχε ζητήσει ο Φρανσουά Ολάντ το καλοκαίρι του 2013, μετά τη χημική επίθεση στην Γκούτα. Η μονομερής προσφυγή στη στρατιωτική ισχύ είναι αποτέλεσμα τόσο της παράλυσης του Συμβουλίου Ασφαλείας, όπου η Ρωσία βάζει συστηματικά βέτο, όσο και της απόφασης του Τραμπ να δείξει στον πλανήτη ότι αναλαμβάνει από την αρχή τις ευθύνες του. Οι αμερικανικές επιδρομές πρέπει να εκληφθούν ως μια διπλή προειδοποίηση: προς το καθεστώς Ασαντ και τα στηρίγματά του (Ρωσία, Ιράν), από τη μια πλευρά, και προς τις άλλες δυνάμεις που θα ήθελαν να δοκιμάσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως είναι η Βόρεια Κορέα και η Κίνα. Στην εσωτερική πολιτική σκηνή, οι επιδρομές σηματοδοτούν την αλλαγή των ισορροπιών στον Λευκό Οίκο, με την απομάκρυνση πολλών συμβούλων που είναι γνωστοί για τις φιλορωσικές τους θέσεις (όπως είναι ο Μάικλ Φλιν και ο Στίβεν Μπάνον) και την ενίσχυση Ρεπουμπλικανών με πιο κλασικές θέσεις, όπως είναι ο στρατηγός ΜακΜάστερ. Ο τελευταίος, μαζί με τον υπουργό Αμύνης Τζέιμς Μάτις και τον υπουργό Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον, υποστήριξαν τις επιδρομές. Κι έτσι, ο Τραμπ απεκατέστησε τις σχέσεις του με το ρεπουμπλικανικό στρατόπεδο. Οι αμερικανικές επιδρομές επιτρέπουν επίσης να απομακρυνθεί η συζήτηση από ένα πλαίσιο που είναι δύσκολο για τον Τραμπ: πολιτικές αποτυχίες (υγεία, μετανάστευση), κατηγορίες για ανάμιξη της Ρωσίας στην προεκλογική εκστρατεία, έρευνες από το FBI και τη Γερουσία για τις σχέσεις συνεργατών του Τραμπ με τη Μόσχα. Ο Αμερικανός πρόεδρος ήθελε έτσι να δείξει ότι δεν βρίσκεται υπό τις εντολές του προέδρου Πούτιν. Ο Τραμπ διαπιστώνει την αποτυχία της πολιτικής που ακολούθησε ο προκάτοχός του στη Συρία τα έξι τελευταία χρόνια και καταφεύγει στα ίδια επιχειρήματα με τον Κλίντον, τον πατέρα Μπους ή τον υιό Μπους στο Ιράκ: αφού ο Ασαντ δεν αλλάζει συμπεριφορά μέσω της ρωσικής διπλωματικής πρωτοβουλίας ή των διαπραγματεύσεων, θα αναγκαστεί να αλλάξει στάση με τις επιδρομές. Και οι σύμμαχοί του θα αρχίσουν να αντιμετωπίζουν το πολιτικό μέλλον της Συρίας χωρίς αυτόν. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτή η πολιτική «ρεαλιστική»; Είναι πολύ νωρίς για να το κρίνουμε. Ο Τραμπ, όμως, διαψεύδει την κατηγορία του απομονωτισμού που του είχε εκτοξευθεί στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας και αποδεικνύει ότι είναι έτοιμος να δράσει γρήγορα και αποφασιστικά όταν κρίνει ότι απειλούνται τα αμερικανικά συμφέροντα. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική θα είναι στο εξής ένα μίγμα αποφασιστικής μονομέρειας και επιλεκτικού επεμβατισμού. Υπάρχει κίνδυνος κλιμάκωσης της σύγκρουσης μετά τις κατηγορίες που εκτόξευσαν εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών οι δύο κυριότεροι σύμμαχοι της Συρίας, η Ρωσία και το Ιράν; Κανείς δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο. Οι αμερικανικές επιδρομές μπορεί, αντίθετα, να επισπεύσουν τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των εμπλεκομένων μερών. Και οι επιπτώσεις των επιδρομών στην προεκλογική εκστρατεία στη Γαλλία και τη Γερμανία; Οι δύο αυτές χώρες είδαν θετικά την απόφαση του Τραμπ. Και οι αντιδράσεις τους δείχνουν πόσο μεγάλη σημασία έχει η αμερικανική ηγεσία απέναντι στις μεγάλες κρίσεις και πώς, εν τη απουσία της, η διεθνής δράση παραλύει ή αντικαθίσταται από άλλες δυνάμεις, όπως η Ρωσία. Η Μαρίν Λεπέν, που ονειρευόταν έναν στρατηγικό άξονα «Παρίσι-Μόσχα-Ουάσινγκτον», είναι τώρα υποχρεωμένη να πάρει τις αποστάσεις της από τον Τραμπ. Ο Φρανσουά Φιγιόν φοβάται μια ευθεία σύγκρουση με τη Ρωσία. Ο Εμανουέλ Μακρόν βλέπει θετικά τόσο μια επέμβαση όσο και μια πολιτική λύση μέσω του ΟΗΕ. Οι θέσεις δεν είναι σαφείς. Και η διάκριση ανάμεσα στο Ισλαμικό Κράτος, που παρουσιάζεται ως ο «κοινός εχθρός», και το καθεστώς Ασαντ δεν είναι αξιόπιστη. Όπως έδειξε η επέμβαση στη Λιβύη το 2011, η «υποχρέωση της προστασίας» ενός λαού που απειλείται με σφαγή από την ίδια του την κυβέρνηση προϋποθέτει την απομάκρυνση του δικτάτορα, ακόμη και με τη βία. Το πρόβλημα είναι ότι μετά τη ριζοσπαστικοποίηση όλων των πλευρών που έχει σημειωθεί τα τελευταία έξι χρόνια, κάθε πολιτική αλλαγή έχει γίνει πιο σύνθετη και απαιτεί μια πολιτική διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία, το Ιράν, την Τουρκία και άλλες περιφερειακές δυνάμεις που έχουν συμφέροντα στη Συρία. Ο φόβος για τη μετά τον Ασαντ εποχή δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για να δικαιολογεί την αδράνεια. Οι αμερικανικές επιδρομές αποσαφηνίζουν τις θέσεις της κυβέρνησης Τραμπ και δείχνουν ότι ο Ασαντ είναι εξίσου απειλητικός με το Ισλαμικό Κράτος. Δείχνουν επίσης ότι είναι αδύνατη η συνεργασία με τη Ρωσία κατά του Ισλαμικού Κράτους, όσο η Μόσχα στηρίζει το καθεστώς Ασαντ. (*) Η Αλεξάντρα ντε Χουπ Σέφερ είναι διευθύντρια στο Παρίσι του German Marshall Fund, πολιτειολόγος και ειδικός των διπλωματικών σχέσεων. ΠΗΓΗ: LE MONDE / mignatiou.com