Τετάρτη

Με όπλο τη μυστική διπλωματία, την εξαπάτηση και την εξαγορά...


Τετάρτη, 3 Μαΐου 2017 Ευτυχώς για άλλη μια φορά νικήσαμε! Τους καταφέραμε επιτέλους να μας επιβάλλουν τα χειρότερα. Ως άλλος φέρελπις μαραθωνοδρόμος ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ανακοίνωσε τις πρώτες πρωινές ώρες χθες, όχι νενικήκαμεν, αλλά κάτι παραπλήσιο: «Βγήκε άσπρος καπνός από την καμινάδα…» Και είχαμε μια αγωνία. Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ πλημμυρίζω από αισθήματα εθνικής υπερηφάνειας. Οι εκπρόσωποί μου κεκλεισμένων των θυρών διαπραγματεύονται, χωρίς εγώ να γνωρίζω τι ακριβώς, το παρόν και το μέλλον το δικό μου και των δικών μου, την ίδια την επιβίωσή μας σ’ αυτόν τον τόπο. Περισσότερη δημοκρατία, ειλικρινά, θα μου έπεφτε βαριά στο στομάχι. Τέτοια δημοκρατία έχει να δει η Ευρώπη από την εποχή του Χίτλερ. Κι εμείς; Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα! Καθώς λέει κι ο Βάρναλης. Δείτε τι πέτυχαν. Πρώτα-πρώτα να εθιστούμε στην πιο παρά φύση διαδικασία των δήθεν διαπραγματεύσεων. Τι ακριβώς διαπραγματεύονται και πώς; Ποιος ξέρει; Δίνει κανένας αναφορά εν γνώσει των συνεπειών του Νόμου; Ουδείς, ουδεμία, ουδέν! Συζητιόνται τα πιο ζωτικά ζητήματα ζωής ή θανάτου για τη μεγάλη μάζα ενός λαού, για ολόκληρη τη χώρα, πίσω από κλειστές πόρτες χωρίς κανενός είδους αναφορά, ή λογοδοσία. Η ΕΕ απαγορεύει τη δημοσιοποίηση καθ’ οιονδήποτε τρόπο της ημερήσιας διάταξης και των συζητήσεων που διεξάγονται. Δεν δημοσιοποιούνται πρακτικά από καμιά πλευρά. Τέτοια διαφάνεια, ούτε την εποχή του Καρλομάγνου. Πρόκειται για μια νοοτροπία που έρχεται από τα βάθη του μεσαίωνα, όταν οι άρχοντες θεωρούσαν τις χώρες και τους πληθυσμούς ως δική τους προσωπική ιδιοκτησία. Κι επομένως η μυστική διπλωματία, τα κρυφά κονκλάβια, όπου τα θύματα περίμεναν απέξω, μέσα στην άγνοια και την αγωνία να δουν να βγαίνει «καπνός από την καμινάδα» ήταν ο κανόνας. Δείτε πώς πέτυχε η Ευρωπαϊκή Ένωση να επαναφέρει και να θεσμοθετήσει τη μυστική διπλωματία για την οποία χρειάστηκαν τουλάχιστον δυο παγκόσμιοι πόλεμοι για να απαλλαγούν – τουλάχιστον από θέσης αρχής – οι λαοί της Ευρώπης και του κόσμου. Κι όλα αυτά στο όνομα του πολιτισμού και των ιδανικών της δημοκρατίας, όπως μας λένε οι οπαδοί της. Μυστική διπλωματία είναι η ολοκληρωτική απομόνωση και αποκλεισμός του δημοσίου διαλόγου, του δημόσιου ελέγχου και της πρωτογενούς πληροφόρησης των ίδιων των πολιτών σχετικά με τις διαπραγματεύσεις, την πορεία τους, το διακύβευμα σε κάθε φάση και τις αποφάσεις που συνδέονται μ’ αυτές. Επομένως, ανοιχτή ή δημόσια διπλωματία, είναι αυτή που διεξάγεται μέσω της άμεσης και δημόσιας πληροφόρησης των πολιτών, τουλάχιστον με δημοσίευση πρακτικών των συναντήσεων, αλλά και των σχεδίων που κατατίθενται ώστε στο τέλος οι αποφάσεις να παίρνονται απευθείας από τον λαό, όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα. Κατά τη διάρκεια της περιόδου της Ελληνικής δημοκρατικής ελευθερίας στην αρχαιότητα, οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις διεξάγονταν δια του στόματος και, τουλάχιστον στη θεωρία, με πλήρη δημοσιότητα. Τα μέλη μιας Πρεσβείας (έφταναν έως τα δέκα μέλη η αντιπροσωπεία σε κάθε αποστολή) θα παρέθετε ο καθένας έναν προκαθορισμένο λόγο απευθυνόμενος στον ξένο μονάρχη ή την Συνέλευση, όπως συμβαίνει με τις διεθνείς Συνδιασκέψεις σήμερα. Χρειάστηκε το σφαγείο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου για να τεθεί ως πρώτο θέμα στις σχέσεις ανάμεσα σε κράτη και λαούς, η ανοιχτή-δημόσια διπλωματία. Το πρώτο σημείο από τα 14 του Προέδρου Ουίλσον, που πρότεινε τον Ιανουάριο του 1918, αφορούσε ακριβώς αυτό: «Ανοιχτές διαδικασίες ειρήνης, μετά από τις οποίες δεν θα υπάρξουν κανενός είδους ιδιωτικές διεθνείς συμφωνίες, αλλά η διπλωματία πρέπει να προχωρεί πάντα ειλικρινά και σε δημόσια θέα.»1 Η Κοινωνία των Εθνών υποχρέωνε εκ του καταστατικού της οι διεθνείς διαπραγματεύσεις να διεξάγονται με δημοσιοποίηση όλων των πρακτικών και πρωτοκόλλων. Γι’ αυτό και οι μεγάλες δυνάμεις όποτε θέλανε να κλείσουν μυστικές συμφωνίες και πρωτόκολλα, προτιμούσαν τη διπλωματία εκτός διαδικασιών ΚτΕ. Όπως και σήμερα. Ιδίως με τη δημιουργία της ΕΕ, που έχει ως απόλυτο κανόνα τη διαβούλευση στα κονκλάβιά της με όρους μυστικής διπλωματίας. Οι αρχικές αυτές προβλέψεις δεν λύτρωσαν τις διεθνείς σχέσεις από τη μυστική διπλωματία, μιας και αυτή συνδέεται οργανικά με τη δημοκρατία. Δηλαδή με το κατά πόσο ο λαός είναι κυρίαρχος στη χώρα του και ασκεί ελεύθερα την κυριαρχία του σ’ αυτήν. Παρ’ όλα αυτά ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος ανέδειξε το ζήτημα της εξάλειψης κάθε είδους μυστικής διπλωματίας ως κορυφαίο ζήτημα. Κι αυτό ανέκαθεν ξεκινούσε από το σεβασμό των συνταγματικών διαδικασιών και προβλέψεων, ώστε όχι μόνο οι αντιπρόσωποι του λαού, αλλά και οι ίδιοι οι πολίτες να ξέρουν επακριβώς περί τίνος πρόκειται. Ο Maurice Low, Αμερικανός διαπραγματευτής στις Βερσαλίες, ήταν αισιόδοξος το 1918 ότι ο κόσμος θα απαλλαγεί από «αυτή τη μάζα της ίντριγκας, της απάτης και της ατιμωρησίας που για αιώνες γνώρισε ο κόσμος ως μυστική διπλωματία, την πιο φαύλη, ανήθικη και επικίνδυνη εξουσία που καταληφθεί από έναν κυβερνήτη σε αντίθεση με τα δικαιώματα των υπηκόων του. Η διπλωματία ήταν βασιλικό προνόμιο. Ήταν μια από τις θεϊκές ιδιότητες των βασιλιάδων. Αφορούσε στο ποιος έκανε πόλεμο, συνάπτει συμμαχίες, εμπορευόταν εδάφη, θυσίαζε την ελευθερία για ένα βίτσιο, ή έναν διεστραμμένο φόβο. Ακόμα και όταν οι άνθρωποι άρχισαν να ασκούν την εξουσία τους, να διεκδικούν το δικαίωμά τους να ελέγχουν τις δικές τους υποθέσεις, να αυξάνουν τους φόρους και να καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να δαπανηθούν, ο βασιλιάς εξακολουθούσε να είναι η μόνη αρχή ως προς τις σχέσεις με το εξωτερικό. Η διπλωματία έπρεπε να είναι πέρα από την κατανόηση του κοινού θνητού. Πρέπει να διεξάγεται με πολύ μυστήριο και πάντα μεγάλη μυστικότητα. Ο λαός δεν γνώριζε τίποτα μέχρι να βυθιστεί στον πόλεμο, επειδή κατά την άσκηση του βασιλικού του προνομίου ο κυβερνήτης τους είχε κάνει μια μυστική συμμαχία και το έθνος ήταν αφοσιωμένο σε μια δαπανηρή εκστρατεία που περιλάμβανε μεγάλες θυσίες.»2 Η μυστική διπλωματία διαθέτει τρία θεμελιώδη γνωρίσματα: Πρώτο: Κυριαρχεί η μυστικότητα ως βασικό στοιχείο της. Κανείς δεν γνωρίζει ποια είναι η αλήθεια. Τι είναι εκείνο που διακυβεύεται κάθε φορά. Τι συμφωνίες κλείνονται στα παρασκήνια, τι μυστικά πρωτόκολλα και τι δεσμεύσεις συνοδεύουν τις δημόσιες συνθήκες. «Η δυσπιστία εμφυτεύεται παντού. Δεν υπάρχει καμία διαβεβαίωση για το ποια είναι η αλήθεια. Οι πραγματικές αναφορές αμφισβητούνται. Οι ψευδείς αναφορές γίνονται πιστευτές. Όλα τα κίνητρα αντιμετωπίζονται καχύποπτα. Η συνείδηση και η βούληση του λαού βρίσκεται σε σύγχυση. Τίποτα δεν ξεχωρίζει ως αξιόπιστο εκτός από την ισχυρή στρατιωτική δύναμη.»3 Δεύτερο: Η μυστική διπλωματία είναι προνομιακό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούν να ασκηθούν οι πιο αποτελεσματικοί εκβιασμοί, ή να εξαγοραστούν εκπρόσωποι κρατών, εθνών, λαών. Είναι επίσης προνομιακό έδαφος όπου η διαπραγμάτευση διαπλέκεται με τα πιο αρπακτικά και ιδιοτελή συμφέροντα, αλλά και τη δράση μυστικών υπηρεσιών, ύποπτων κυκλωμάτων και επιχειρήσεων τέτοιας φύσης. Μακριά από τη δημοσιότητα και τα αδιάκριτα μάτια των πολιτών. Τρίτο: Η μυστική διπλωματία έρχεται σε αντίθεση με τους θεμελιώδεις κανόνες και τις αρχές της δημοκρατικής λειτουργίας, όπου υποχρέωση των εκλεγμένων ηγετών είναι να εκπροσωπούν το λαό και να λογοδοτούν για τις αποφάσεις τους. Αυτό προϋποθέτει ότι οι υποθέσεις που ενδιαφέρουν την χώρα δεν θα πρέπει να καθορίζονται από «ένα διοικητικό συμβούλιο σε μυστικό κονκλάβιο», αλλά θα πρέπει να γίνουν μέρος της δημόσιας συζήτησης και απόφασης.4 Αυτό εγείρει ένα σημαντικό ηθικό ζήτημα: επιτρέπεται στους αξιωματούχους να ψεύδονται στον λαό για το «ευρύτερο καλό», για το δημόσιο, ή εθνικό συμφέρον, που μόνο αυτοί είναι σε θέση να κρίνουν; Εξαρτάται από τον χαρακτήρα της εξουσίας. Να τι έγραφε ο Καντ: «Μια κυβέρνηση μπορεί να καθιερωθεί με αρχή την καλοσύνη προς τον λαό, όπως αυτή ενός πατέρα προς τα παιδιά του. Κάτω από μια τέτοια πατριαρχική κυβέρνηση (imperium paternale), τα άτομα, ως ανώριμα παιδιά που δεν μπορούν να διακρίνουν τι είναι πραγματικά χρήσιμο ή επιβλαβές για τον εαυτό τους, θα υποχρεωθούν να συμπεριφέρονται καθαρά παθητικά και να βασίζονται στην κρίση του αρχηγού του κράτους ως προς τον τρόπο με τον οποίο Θα έπρεπε να είναι χαρούμενος και με την καλοσύνη του να θέλει εν πολλοίς την ευτυχία τους. Μια τέτοια κυβέρνηση είναι ο μέγιστος δυνατός δεσποτισμός, δηλ. ένα σύνταγμα το οποίο αναστέλλει την πλήρη ελευθερία των υπηκόων του, οι οποίοι δεν έχουν κανένα δικαίωμα. Η μόνη δυνατή κυβέρνηση για τους άνδρες που είναι σε θέση να έχουν δικαιώματα, ακόμα και αν ο άρχοντας είναι καλός, δεν είναι η πατριαρχική, αλλά η πατριωτική κυβέρνηση (imperium non paternale, sed patrioticum). Μια πατριωτική στάση είναι αυτή όπου όλοι στο κράτος, συμπεριλαμβανομένου και του επικεφαλής του, θεωρούν την Κοινοπολιτεία ως μήτρα της μητέρας, ή τη γη ως το πατρικό έδαφος από το οποίο ξεπήδησε ο ίδιος και που πρέπει να αφήσει στους απογόνους του ως μια πολύτιμη υπόσχεση. Ο καθένας θεωρεί τον εαυτό του εξουσιοδοτημένο να προστατεύει τα δικαιώματα της κοινοπολιτείας με νόμους της γενικής βούλησης, αλλά να μην την υποβάλλει στην προσωπική του χρήση κατά τη δική του απόλυτη ευχαρίστηση. Αυτό το δικαίωμα της ελευθερίας ανήκει σε κάθε μέλος της κοινοπολιτείας ως άνθρωπο, στο μέτρο που το καθένα είναι ένα άτομο ικανό να έχει δικαιώματα.»5 Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν συνάδει με μια πατριωτική στάση, με μια πατριωτική διακυβέρνηση η ψευδολογία των κρατικών αξιωματούχων προς τον λαό, αλλά και η θέσπιση του κρατικού απορρήτου για τις δημόσιες υποθέσεις. Ούτε συνάδει, φυσικά, η μυστική διπλωματία. Οι λαοί μετά το σφαγείο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, άρχισαν δειλά-δειλά να διεκδικούν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεσή τους. Τόσο στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, όσο και στον εξαρτημένο, υποτελή και αποικιακό κόσμο. Η έννοια της προδοσίας άλλαζε ριζικά. Προδότης δεν ήταν πια αυτός που πρόδιδε τα μυστικά των κυβερνητών και του κράτους του, δεν ήταν αυτός που απέρριπτε το αγγλοσαξονικό "my country right or wrong" (η χώρα μου σωστή ή λάθος), άσχετα από το συμφέρον του λαού, της ειρήνης και της ευημερίας του. Προδότης πλέον ήταν αυτός που πρόδιδε τον ίδιο τον λαό σέρνοντάς τον σε πολέμους κατακτητικούς για να λεηλατήσει και να υποδουλώσει άλλους λαούς, που τον εγκαταλείπει αβοήθητο στις επιβουλές εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών, λέγοντας ψέματα, κρατώντας μυστικά και κρατικά απόρρητα, ή ασκώντας μυστική διπλωματία σε βάρος του. Μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, είδαμε τον πατριωτισμό των λαών να φθάνει στο απόγειό του. Υπήρξε παλλαϊκό το αίτημα να δικαστούν για εσχάτη προδοσία όσοι έδωσαν λόγο σε ξένα κέντρα και δυνάμεις που οδήγησαν την ανθρωπότητα σε πρωτοφανές ολοκαύτωμα. Ο ναζισμός, ο φασισμός και οι δυνάμεις που τον συνέδραμαν σε κάθε χώρα καταδικάστηκαν για πράξεις εσχάτης προδοσίας εναντίον των λαών και για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Αυτό ήταν το καινοφανές αποτέλεσμα του τελευταίου παγκοσμίου πολέμου, το οποίο άνοιξε το δρόμο για την πατριωτική διακυβέρνηση των λαών. Μια πατριωτική διακυβέρνηση που θέλησε να ξεμπερδέψει μια και καλή με το είδος των πολιτικών που λάνσαρε ο μέγας Ταλεϊράνδος, για τον οποίο ένας σχολιαστής της εποχής του είχε πει: «Πούλησε τους πάντες και τα πάντα, εκτός από τη μάνα πού τον γέννησε, κι αυτό μόνο και μόνο γιατί δεν βρήκε αγοραστή.» Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε αναρωτηθεί το ίδιο πράγμα για τους μεγάλους και μικρούς πολιτικούς της χώρας μας; Ιδίως τα τελευταία χρόνια. Η επιβίωση αυτού του είδους της πολιτικής είναι που μας έφερε σ’ αυτό το χάλι. Ήταν το πιο άμεσο και πρακτικό αποτέλεσμα του γεγονότος ότι δεν δικαιώθηκε το παλλαϊκό αίτημα για τιμωρία των δοσίλογων, των εθνικά ανάξιων και προδοτών του ελληνικού λαού. Ούτε μετά την απελευθέρωση, ούτε μετά τη χούντα. Όμως χάρις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ζούμε την ολική επαναφορά στην εποχή της μυστικής διπλωματίας και του πιο απολυταρχικού δεσποτισμού, που βασίλευε στην Ευρώπη προ του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Μόνο και μόνο για να γίνουν οι λαοί υπήκοοι και υπεξούσιοι, με δικαιώματα και ελευθερίες αλα καρτ, ανάλογα με τις σκοπιμότητες των υπερεθνικών οργάνων εξουσίας. Όπου τα κοινοβούλια δεν έχουν καμιά άλλη σημασία, εκτός από εκείνην που είχαν τα παρλιαμέντα στην εποχή της παντοδυναμίας της δυτικοευρωπαϊκής μοναρχίας. Κανείς δεν μπορεί να λυτρωθεί, καμιά διέξοδος δεν μπορεί να υπάρξει γι’ αυτόν τον τόπο, κανενός είδους ευνομία δεν μπορεί να επελθει, αν δεν καθίσουν στο σκαμνί όλοι όσοι ασκούν αυτού του είδους τη μυστική διπλωματία σε βάρος του ελληνικού λαού. Μόνο τότε θα μπορέσουμε να μιλήσουμε για την απαρχή μιας άλλης δημοκρατικής, αληθινά πατριωτικής Ελλάδας, προς το συμφέρον και την ευημερία της μεγάλη πλειοψηφίας των πολιτών της. Σημειώσεις 1. Woodrow Wilson, Address to a Joint Session of Congress on the Conditions of Peace, January 8, 1918. 2. Α. Maurice Low, The Vice of Secret Diplomacy, The North American Review, Vol. 207, No. 747 (Feb., 1918), p. 209. 3. Paul S. Reinsch, Secret Diplomacy, How Far can be Eliminated? New York: Harcourt, Base & Co, 1922, p. 6. 4. Ο. Π., σ. 4. 5. Immanuel Kant, Political Writings, Cambridge Texts in the History of Political Thought, 1991, p. 74. από ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΖΑΚΗΣ