Τρίτη

Ακούμε συχνά για την επίφοβη άνοδο της «Ακροδεξιάς» στην Ευρώπη….


13/12/16 Έλληνα «ακροδεξιέ», φταίμε…. Αντώνιος Χ. Μαμμής Ακούμε συχνά για την επίφοβη άνοδο της «Ακροδεξιάς» στην Ευρώπη, τα ανησυχητικά «ρατσιστικά» και «ξενοφοβικά» φαινόμενα. Είναι δε έκδηλη η αποστροφή των Πραιτόρων και Υπάτων της Γερμανοκεντρικής Ευρωπαϊκής Republic[1] για αυτά τα φαινόμενα. Τι είναι ωστόσο αυτή η περιλάλητη «Ακροδεξιά[2]», και εν τέλει γιατί ενισχύεται; Η απάντηση ως προς τον ορισμό της δεν είναι σαφής, διότι δεν θα μπορούσε να είναι, επειδή δεν εξυπηρετεί να είναι. Σε μία εποχή που οι «ταμπέλες», έχουν σχεδόν τοτεμική αξία, εξυπηρετεί προφανώς, η χρήση αόριστων ορισμών και εννοιών, ώστε να συμπεριλαμβάνουν κατά περίπτωση άτομα, σύνολα και συμπεριφορές, συνήθεια χαρακτηριστική στην Πατρίδα μας. Είναι ωστόσο ευκολότερο να εντοπίσουμε τις αιτίες για τις οποίες εμφανίζεται αυτή η «άνοδος», κατά τα λεγόμενα, ειδικά σε μία Ελλάδα, η οποία πλήττεται βιαίως όχι μόνον από την Οικονομική Κρίση, αλλά και από την βαθύτατα Αξιακή και Κοινωνική. Πλέον, πέραν των όποιων πράγματι ακραίων θέσεων, οιαδήποτε αναφορά σε ζητήματα Εθνικής Κυριαρχίας, Εθνικής Επιβίωσης, Δημοσίας Τάξεως, Αριστείας κλπ, χαρακτηρίζεται συλλήβδην ως «Ακροδεξιά», η οποία έχει σκιαγραφηθεί ως ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος για το ζοφερό σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης[3], από τους εγχώριους και αλλότριους υποστηρικτές του. Βιώνουμε την εποχή του απόλυτου παραλογισμού. Η κοινωνική, πολιτική, αισθητική και ηθική παρακμή, έλαβε με τη σειρά της «τοτεμικές» ευφημιστικές ταμπέλες, όπως πρόοδος, χειραφέτηση, ανεκτικότητα, πολιτική ορθότητα. Οιοσδήποτε αντίλογος ενάντια στο οξύμωρο, στο προσβάλλον τα χρηστά ήθη και την κοινή λογική, διώκεται ως αναχρονισμός, συντηρητισμός, ως «Ακροδεξιά». Είναι ίσως η πρώτη φορά, που δίχως προσχήματα, και με προκλητική σφοδρότητα, πλήττονται κατά τρόπο τόσο θλιβερό οι θεμελιώδεις αξίες του Έθνους μας. Η σήψη ωστόσο, δεν ξεκίνησε τώρα. Η σήψη υπήρξε προϊούσα. Ξεκίνησε από την ξιπασιά του Νεοέλληνα, ο οποίος θυσίασε την πνευματικότητά του, στο βωμό του άκρατου υλισμού. Ως Έθνος, ως κοινωνικό σύνολο με ομοιογένεια και κοινές Ιστορικές, Γλωσσικές και Αξιακές καταβολές, απωλέσαμε κάθε αλληλεγγύη μεταξύ μας. Αλλά δυστυχώς, όταν έπρεπε ουδείς αντέδρασε. Διότι τα τελευταία είκοσι χρόνια, η μισή Ελλάδα είχε ακριβό αμάξι, και η άλλη μισή ονειρευόταν να πάρει. Υιοθετήθηκαν ήθη και έθη αλλότρια, ξένα προς τα αντίστοιχα Ελληνικά. Ισοπεδώθηκαν φρονήματα και ξεπουλήθηκαν συνειδήσεις. Ουδείς ωστόσο ασχολήθηκε. Διότι υπήρχε αυτή η απατηλή ευημερία. Η νεολαία, απομακρύνθηκε από την αθωότητά της, και αφέθηκε, στις καταχρήσεις, στην εφήμερη διασκέδαση και τους στόχους διάρκειας μίας νύκτας. Οι γηραιότεροι, ήταν πολύ απασχολημένοι με το κυνήγι του νεοπλουτισμού τους ώστε να ασχοληθούν. Αλήθεια, πόσες γενιές Ελλήνων «χάθηκαν», έχει αναρωτηθεί κανείς; Ως γνήσιοι ιθαγενείς, ανταλλάξαμε τις ρίζες μας, τα ήθη μας, την σκέψη μας, κυριολεκτικά με «καθρεφτάκια»και «νερό της φωτιάς». Κατέστημεν άνθρωποι δίχως ιδεολογία, υπό την έννοια αυτής ως στάσης ζωής. Εξάλλου εύστοχα, ένα τραγούδι από τα εφηβικά μας χρόνια ανέφερε το 2001, ότι «Όλοι ζούσαμε δίχως την παραμικρή υποψία/ Ενώ η αρρώστια είχε αρχίσει να μας τρώει το πόδι/ Θα είν’ αργά όταν θ’ ανακαλύψουν τη συνωμοσία/ Θα είν’ αργά όταν θα βρισκόμαστε στο ξόδι[4]». Εν τέλει ίσως να είναι αργά. Διότι όσο εμείς εκχωρούσαμε αξίες, ιστορικές μνήμες, Ελληνισμό, κάποιοι δεν έμειναν άπραγοι. Η ανομία και η ανοσιότητα, στην εμφάνισή τους αντιμετωπίστηκαν με συμπάθεια και οίκτο, εν συνεχεία εδραιώθηκαν και πλέον είναι καθεστώς. Ο παραλογισμός πλέον είναι ο κανόνας, και αλλοίμονο σε όποιον εναντιωθεί. Η Κρίση θανάτωσε την ευημερία. Η απώλεια της ευημερίας μάς θύμωσε, και σαν γνήσιοι «Έλληνες», αναζητήσαμε σε άλλους τις αιτίες και όχι στον εαυτό μας. Στραφήκαμε δε, υποτίθεται, εναγωνίως στις «αξίες» μας. Είπαμε όμως, δεν έμειναν άπραγοι. Τώρα οι αξίες μας, είναι κάτι το ξένο, το βδελυρό, το αλλότριο. Σε όλα αυτά ήλθε να προστεθεί, η μετατροπή της Ελλάδος σε χωνευτήριο ψυχών, η υπογεννητικότητα-εξάλλου η Οικογένεια ως θεσμός ήταν αναχρονιστικός, έπρεπε να αλλάξει- και η ανοησία ορισμένων. Όταν λοιπόν ευλόγως αποφασίσαμε να ορθώσουμε αντίλογο, ήταν αργά. Η ταμπέλα είχε ήδη μπει. Είναι όμως αργά; Ο, πάντοτε επίκαιρος, Περικλής Γιαννόπουλος, γράφει: ««Ξυπνήσετε, Εγερθείτε. Και Επαναστατήσετε κατά του Εαυτού Σας. Και Αναβαπτισθείτε εις το Θείον Φώς της Γης Σας και εις τα Παραδείσια Ελληνικά Νερά. Θα εξέλθετε: ΖΩΝΤΑΝΟΙ. Και θα εξέλθετε: ΕΛΛΗΝΕΣ!» Συνεχίζεται…. Αντώνιος Χ. Μαμμής Δικηγόρος Αθηνών