ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ Πρέσβυς ε.τ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, ανατρέποντας τα προγνωστικά και την προπαγάνδα και χειραγώγηση των συστημικών μαζικών μέσων επικοινωνίας, κατόρθωσε να εκλεγεί άνετα ως ο 45ος Πρόεδρος των ΗΠΑ. Η εκλογή του συνιστά μεγάλη ανατροπή και για τα εσωτερικά Αμερικανικά πολιτικά πράγματα και για τη διεθνή κατάσταση. Ξεκίνησε την εκστρατεία του ως εύκολος και βολικός αντίπαλος της Χίλαρι Κλίντον, αμφισβητούμενος και από μεγάλο μέρος του ίδιου του κόμματός του.
Τι ήταν αυτό που άλλαξε, στη συνέχεια, τα δεδομένα και έκανε τη διαφορά; Ήταν, κατά πρώτο λόγο, τα κύρια συνθήματα, που έγιναν άξονες της προεκλογικής του εκστρατείας και τα οποία δεν αφορούν μόνο τις ΗΠΑ. Αμφισβήτησε την παγκοσμιοποίηση. «Δεν θα επιτρέψουμε», είπε, «να τρέχει η χώρα πίσω από μια αυταπάτη που την καταστρέφει». Ο Ντόναλντ Τραμπ έθεσε τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων και αμφισβήτησε ένα ιδεολόγημα το οποίο κατέστησε κυρίαρχο ο Μπιλ Κλίντον. Μιλώντας σε μια διάλεξή του στο Βιετνάμ, ο πρώην Αμερικανός Πρόεδρος προσομοίωσε την παγκοσμιοποίηση με το αναπόφευκτο των φυσικών φαινομένων. «Η παγκοσμιοποίηση», είπε, «είναι σαν τη βροχή, που έρχεται και δεν μπορείς να τη σταματήσεις. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να προσαρμοσθείς».
Πίσω όμως από τον ισχυρισμό αυτό κρύβεται μια ιδεολογική σοφιστεία, που συγχέει σκοπίμως την επανάσταση της επιστήμης και της τεχνολογίας, που είναι η τεχνική παγκοσμιοποίηση, με την πολιτική παγκοσμιοποίηση. Η τελευταία έχει σχέση με μια επιδιωκόμενη παγκόσμια πολιτική ηγεμονία και κυριαρχία μιας διεθνούς ολιγαρχίας, που έχει επίκεντρο τη χρηματιστική οικονομία και τις πολυεθνικές. Η παγκοσμιοποίηση συμφέρει, προφανώς, τις δυνάμεις αυτές. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τη μεσαία τάξη και τους εργαζόμενους, που βλέπουν να μετακομίζει στο εξωτερικό ένα πολύ μεγάλο μέρος της βιομηχανίας της χώρας και να γίνονται ανεξέλεγκτες οι εισαγωγές, που πλήττουν την εθνική παραγωγή. Τα φαινόμενα αυτά είναι ενώπιον μας και στην Ευρώπη, η οποία εισήγαγε την παγκοσμιοποίηση, κατ’ απομίμηση των ΗΠΑ, και την ταύτισε με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η εξέγερση της μεσαίας τάξεως και των χαμηλότερα αμειβόμενων εργαζομένων προσδίδει στην εκλογή Τραμπ ένα πολιτικό μήνυμα της βαθιάς Αμερικής, που βλέπει να απειλείται το επίπεδο ζωής και η κοινωνική της ασφάλεια. Συναφής με το πρόβλημα αυτό είναι η θέση του Ντόναλντ Τραμπ για τη μετανάστευση. Η τελευταία επιτείνεται από την παγκοσμιοποίηση και προκαλεί μεγάλες αντιδράσεις στα πιο φτωχά στρώματα, που βλέπουν την ανεξέλεγκτη μετανάστευση ως έναν νέο ανταγωνιστή, που οδηγεί σε περαιτέρω μείωση των μισθών και ως πρόξενο μεγαλύτερης ακόμη ανεργίας. Μια άλλη σημαντική θέση, που υπεστήριξε ο Ντόναλντ Τραμπ, αφορά τις σχέσεις με τη Ρωσία. Συμφέρει την Αμερική, αναρωτήθηκε, να έχει καλές ή κακές σχέσεις με τη Ρωσία. Προφανώς τη συμφέρει να έχει καλές σχέσεις και συνεργασία με μια άλλη μεγάλη πυρηνική δύναμη, όπως η Ρωσία. Είναι ενδεικτικό από την άποψη αυτή ότι ο Ρώσος Πρόεδρος Πούτιν ήταν ο πρώτος ξένος ηγέτης που έσπευσε να συγχαρεί τον νέο Αμερικανό Πρόεδρο, προσδοκώντας να αποκλιμακωθεί η ψυχροπολεμική ένταση που προκάλεσε η πολιτική Κλίντον και Ομπάμα.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα το μέτωπο της Συρίας, ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος πήρε σαφή θέση κατά του Ισλαμικού κράτους και κατέκρινε έντονα την αντίπαλό του Χίλαρι Κλίντον, την οποία κατηγόρησε ως συνυπεύθυνη της δημιουργίας του Ισλαμικού κράτους. Οι κατηγορίες αυτές δεν ήταν έωλες. Ο ρόλος της Χίλαρι Κλίντον αποκαλύφθηκε από διαρροή δικών της e-mail στα Wikileaks.
Απέναντι στις θέσεις αυτές του Ντόναλντ Τραμπ, η Χίλαρι Κλίντον εμφανίσθηκε ως ο άνθρωπος του συστήματος. Αυτή που εκπροσωπεί την παγκοσμιοποίηση, τα μεγάλα ολιγαρχικά συμφέροντα, την ψυχροπολεμική πολιτική στις σχέσεις με τη Ρωσία και το παιχνίδι με τους ακραίους Ισλαμιστές στη Μ. Ανατολή και γενικά το Ισλάμ. Εμφανίσθηκε επιπλέον, μέσα από τη διαρροή των δικών της e-mail, ως μια υποψήφια που δεν είναι άμεμπτη και αξιόπιστη στην πολιτική της συμπεριφορά, αλλά άγεται περισσότερο από το πάθος και τη φιλοδοξία για εξουσία. Μια υποψήφια, με λίγα λόγια, η οποία δεν μπορούσε να δώσει μια νέα ελπίδα σ’ όλους αυτούς που ζητούν αλλαγή στην Αμερικανική πολιτική.
Η Ευρώπη αντέδρασε με έκπληξη και απογοήτευση στην εκλογή Τραμπ και προσπάθησε να κρατήσει αποστάσεις για να καταδείξει τη διαφωνία της με ορισμένες από τις θέσεις του Ντόναλντ Τραμπ και γενικά από το μήνυμα της νίκης του και για να υπερασπίσει τις δικές της θέσεις και «αξίες».
Ενδεικτικές από την άποψη αυτή είναι οι δηλώσεις Μέρκελ, οι οποίες φτάνουν κυριολεκτικά σε υβριστικό σημείο. Η Γερμανία καγκελάριος καλεί τον νέο Αμερικανό Πρόεδρο «να σεβαστεί τη δημοκρατία, την ελευθερία, το κράτος δικαίου, την αξιοπρέπεια των ανθρώπων, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους, το χρώμα του δέρματός τους, τη θρησκεία, το φύλο, τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή τις πολιτικές απόψεις. Με βάση αυτές τις αξίες, προσφέρομαι να συνεργασθώ στενά με τον μελλοντικό Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ», καταλήγει η Άνγκελα Μέρκελ. Αναδέχεται, με άλλα λόγια, τις προεκλογικές κατηγορίες της Χίλαρι Κλίντον κατά του Ντόναλντ Τραμπ ότι είναι ξενόφοβος, επικίνδυνος για τη δημοκρατία και την ελευθερία, ρατσιστής, ομοφοβικός κ.ά.
Η απάντηση δεν άργησε, βεβαίως, να έρθει από τους συνεργάτες του Ντόναλντ Τραμπ, οι οποίοι υπογράμμισαν ότι «έχουμε πολύ καιρό μπροστά μας για να τα λέμε με τη Μέρκελ αλλά και με τις Γερμανικές εταιρείες, που παραβιάζουν την Αμερικανική νομοθεσία». Η Διευθύντρια της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ, Κέλιαν Κόνγουεϊ, επετέθη ευθέως στη μεταναστευτική πολιτική της Μέρκελ λέγοντας: «Κι εμείς δεν πιστεύουμε την πολιτική της Μέρκελ στο θέμα των προσφύγων και θα σταθούμε απέναντί της».
Θα είναι πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε τη συνέχεια αυτής της διαμάχης, που άρχισε με Γερμανική πρωτοβουλία και σ’ έναν τόνο που συνιστά προσβολή για τη μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικανών, που εμπιστεύθηκαν την προεδρία της χώρας τους στον Ντόναλντ Τραμπ. Τα μαθήματα ελευθερίας και δημοκρατίας από τη Γερμανία στην Αμερική, που την απελευθέρωσε από τον Ναζισμό, είναι απαράδεκτη πρόκληση, που θα πληρωθεί ακριβά από τη Γερμανίδα καγκελάριο.
Δεν είναι όμως μόνη η Γερμανίδα καγκελάριος. Την ίδια περίπου επιφυλακτική στάση τήρησαν και άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες. Ο Γάλλος πρόεδρος, όπως αποκαλύπτει η εφημερίδα «Le Figaro», δεν προέβλεψε να προετοιμάσει ευχετήριο τηλεγράφημα στο Ντόναλντ Τραμπ. Είχε ετοιμάσει μόνο για τη Χίλαρι Κλίντον, προεξοφλώντας με βεβαιότητα την εκλογή της. Η στάση αυτή των Ευρωπαίων ηγετών, που πλειοδοτούν υπέρ των ιδεολογημάτων και των πολιτικών της παγκοσμιοποίησης, εμπνέεται, σε μεγάλο βαθμό, από τον φόβο που προκαλεί η αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης στη μητρόπολη που την επέβαλε: Οι ίδιοι είναι εκτεθειμένοι και αμφισβητούμενοι στις χώρες τους για τις πολιτικές αυτές.
Το να παρουσιάζουν την παγκοσμιοποίηση ως μεγάλη «δημοκρατική» πολιτική και Ευρωπαϊκή «αξία» και να υποστηρίζουν την ψυχροπολεμική πολιτική της Χίλαρι Κλίντον ως συνετή και υπεύθυνη πολιτική να συνεργάζονται με τη συγκεκαλυμμένη πολιτική της υποστηρίξεως των Ισλαμιστών στη Μέση Ανατολή δεν είναι, προφανώς, δείγματα πολιτικής που αρμόζει σε μια Ευρώπη αρχών και αξιών. Με την ίδια λογική, η πολιτική επίσης της υποσκάψεως του έθνους, των ανοικτών συνόρων στην ανεξέλεγκτη μετανάστευση και ο ακραίος οικονομικός νεοφιλελευθερισμός δεν είναι σημαία ούτε δημοκρατικότητας ούτε Ευρωπαϊκών αξιών.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός, συμπλέοντας με το κυρίαρχο κλίμα στην Ευρώπη, έμεινε ένας από τους τελευταίους που έστειλαν συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον νέο Αμερικανό Πρόεδρο. Η Ελλάδα, στη θέση που βρίσκεται, δεν έχει περιθώρια να επιδίδεται σε τέτοιες είδους συμπεριφορές και ο πρωθυπουργός δεν έχει δικαίωμα να προτάσσει κομματικά ιδεολογήματα στα εθνικά συμφέροντα της χώρας. Η πολιτική των προέδρων των μεγάλων χωρών καθορίζεται από τα στρατηγικά τους συμφέροντα. Δεν αναμένεται επομένως κάποια δραματική αλλαγή στις Ελληνο-Αμερικανικές σχέσεις. Παραμένει όμως καθοριστικής σημασίας το γεγονός ότι η θέση των ΗΠΑ σε σχέση με τα εθνικά θέματα της χώρας και δύο σχετικά κορυφαία προβλήματα που αντιμετωπίζει, το χρέος και την αμυντική ισορροπία με την Τουρκία, είναι καταλυτικής σημασίας.
Η πολιτική επομένως της χώρας πρέπει να είναι δημιουργική, συνετή και υπεύθυνη. Κάθε μεγάλη αλλαγή μπορεί να είναι και μια νέα ευκαιρία, την οποία η χώρα πρέπει να εκμεταλλευθεί, χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες και ιδεολογίστικες αυτοκαταστροφικές πολιτικές.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ